πρόστριμμα: Difference between revisions
αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_22) |
|||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prostrimma | |Transliteration C=prostrimma | ||
|Beta Code=pro/strimma | |Beta Code=pro/strimma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is rubbed on]]: metaph., [[that which is inflicted upon]] one, esp. a [[brand]], [[disgrace]], πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''395 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> pl., [[tooth powders]], Gal.12.875, Aët.5.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0783.png Seite 783]] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;<br /><b>2</b> [[débris]], [[fragment]].<br />'''Étymologie:''' [[προστρίβω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] [[wat toegebracht wordt schade]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόστριμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[осколок]], [[обломок]] Plut.;<br /><b class="num">2</b> перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]). | |lstext='''πρόστριμμα''': τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, [[μάλιστα]] [[στίγμα]], [[ὄνειδος]] κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. [[σύντριμμα]], Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ [[ὕποπτος]]). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ίμματος, τὸ, Α [[προστρίβω]]<br /><b>1.</b> αυτό που έχει τριφθεί [[πάνω]] σε ή με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για [[ντροπή]], [[στίγμα]]) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει [[πρόστριμμα]] ἄφερτον ἐνθείς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[σύντριμμα]], [[θραύσμα]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πρόστριμμα:''' -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε [[κάτι]]· μεταφ., [[στίγμα]], όνειδος, σε Αισχύλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρόστριμμα]], ατος, τό, [from προστρῑ́βω]<br />that [[which]] is rubbed on: metaph. an [[affliction]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:11, 29 October 2024
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is rubbed on: metaph., that which is inflicted upon one, esp. a brand, disgrace, πόλει π. ἄφερτον ἐνθείς A.Ag.395 (lyr.).
II pl., tooth powders, Gal.12.875, Aët.5.25.
German (Pape)
[Seite 783] τό, was angerieben wird, das Angehängte, Zugefügte, bes. Schmach, Unglück, wie πόλει πρόστριμμ' ἄφερτον ἐνθείς, Aesch. Ag. 384; bei Plut. de fortuna p. 308 zw.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 disgrâce, infortune qui s'attache à qqn;
2 débris, fragment.
Étymologie: προστρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόστριμμα -ατος, τό [προστρίβω] wat toegebracht wordt schade.
Russian (Dvoretsky)
πρόστριμμα: ατος τό
1 осколок, обломок Plut.;
2 перен. пятно, бесчестие, позор, беда Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
πρόστριμμα: τό, τὸ ἐπιτριβόμενον ἐπί τινος· μεταφ., τὸ προσαπτόμενον εἴς τινα, μάλιστα στίγμα, ὄνειδος κτλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 395. ΙΙ. σύντριμμα, Πλούτ. 2. 99C (ἡ γραφὴ ὕποπτος).
Greek Monolingual
-ίμματος, τὸ, Α προστρίβω
1. αυτό που έχει τριφθεί πάνω σε ή με κάτι άλλο
2. (ιδίως για ντροπή, στίγμα) αυτό που έχει προσαφθεί σε κάποιον («πόλει πρόστριμμα ἄφερτον ἐνθείς», Αισχύλ.)
3. σύντριμμα, θραύσμα.
Greek Monotonic
πρόστριμμα: -ατος, τό, αυτό που τρίβεται πάνω, που προσάπτεται σε κάτι· μεταφ., στίγμα, όνειδος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
πρόστριμμα, ατος, τό, [from προστρῑ́βω]
that which is rubbed on: metaph. an affliction, Aesch.