πληρωτής: Difference between revisions
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=plirotis | |Transliteration C=plirotis | ||
|Beta Code=plhrwth/s | |Beta Code=plhrwth/s | ||
|Definition= | |Definition=πληρωτοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who completes]], <b class="b3">π. ἐράνου</b> [[jointlender]] in an [[ἔρανος]], D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.''Ath.''7 (pl.): in sg., [[treasurer of an]] ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί ''IG''22.2721; = [[ἐράνου συναγωγός]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">II</span> [[one who fills up documents]], Lyd.''Mag.''3.11,68.<br><span class="bld">2</span> in Egypt, holder of a local office of unknown nature, ''PFay.''23 ''Intr.'' (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν ''PHamb.''59 (ii A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = [[ἐρανιστής]], der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς [[ἤτοι]] λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0635.png Seite 635]] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = [[ἐρανιστής]], der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς [[ἤτοι]] λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[créancier d'une masse formée de cotisations]].<br />'''Étymologie:''' [[πληρόω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πληρωτής:''' οῦ ὁ [[плательщик]] или [[сборщик]] (ἐράνου Dem.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και [[πλερωτής]] Ν [[πληρώ]] / [[πληρώνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει χρηματικό [[ποσό]] για [[αγορά]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλει ένα [[ποσό]] για την [[εξόφληση]] οφειλής, [[είτε]] [[είναι]] ο [[ίδιος]] [[οφειλέτης]] [[είτε]] ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την [[υποχρέωση]] της εξόφλησής τους, ο [[εκδότης]] του γραμματίου ή ο [[αποδέκτης]] της συναλλαγματικής<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[εγγυητής]] και [[πληρωτής]]» — [[συνήθως]] ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο [[ίδιος]] από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί [[κάτι]]<br /><b>2.</b> αυτός που συμπληρώνει έγγραφα<br /><b>3.</b> <b>εκκλ.</b> αυτός που εκπληρώνει τον [[θείο]] νόμο ή ένα [[τυπικό]]<br /><b>4.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ πληρωταί</i><br />[[αξίωμα]], [[πιθανώς]] οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την [[εποχή]] τών Πτολεμαίων. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πληρωτής:''' -οῦ, ὁ ([[πληρόω]]), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πληρωτής''': -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = [[ἐρανάρχης]], (ἐράνου [[συναγωγός]], Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D. | |lstext='''πληρωτής''': -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = [[ἐρανάρχης]], (ἐράνου [[συναγωγός]], Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πληρωτής]], οῦ, ὁ, [[πληρόω]]<br />one who completes, Dem. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:23, 25 August 2023
English (LSJ)
πληρωτοῦ, ὁ,
A one who completes, π. ἐράνου jointlender in an ἔρανος, D.21.101, cf. 184, 25.21, Hyp.Ath.7 (pl.): in sg., treasurer of an ἔρανος, π. καὶ συνερανισταί IG22.2721; = ἐράνου συναγωγός, Hsch.
II one who fills up documents, Lyd.Mag.3.11,68.
2 in Egypt, holder of a local office of unknown nature, PFay.23 Intr. (ii A. D.); γραμματεὺς πληρωτῶν PHamb.59 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 635] ὁ, der Füllende, Ausfüllende, vollzählig Machende; πλ. ἐράνου, Dem. 25, 21, vgl. 21, 101, = ἐρανιστής, der zur vollen Zahl Beitragende, Gehörende, VLL.; Harpocr. erkl. ὁ ἀποδιδοὺς τὸν ἔρανον τοῖς ἤτοι λαχοῦσιν ἢ ἐωνημένοις.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
créancier d'une masse formée de cotisations.
Étymologie: πληρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πληρωτής -οῦ, ὁ [πληρόω] contribuant:. πληρωτής... ἐράνου contribuant aan een lening Dem. 21.101.
Russian (Dvoretsky)
πληρωτής: οῦ ὁ плательщик или сборщик (ἐράνου Dem.).
Greek Monolingual
ο, θηλ. πληρώτρια, η, ΝΑ, και πλερωτής Ν πληρώ / πληρώνω
1. αυτός που παρέχει χρηματικό ποσό για αγορά
2. αυτός που καταβάλλει ένα ποσό για την εξόφληση οφειλής, είτε είναι ο ίδιος οφειλέτης είτε ενεργεί για λογαριασμό άλλου ατόμου
νεοελλ.
1. (σχετικά με γραμμάτια και συναλλαγματικές) αυτός που έχει την υποχρέωση της εξόφλησής τους, ο εκδότης του γραμματίου ή ο αποδέκτης της συναλλαγματικής
2. παροιμ. «εγγυητής και πληρωτής» — συνήθως ο εγγυώμενος πληρώνει αυτός ο ίδιος από τα δικά του για τον πρωτοφειλέτη
αρχ.
1. αυτός που απαρτίζει, που συγκροτεί κάτι
2. αυτός που συμπληρώνει έγγραφα
3. εκκλ. αυτός που εκπληρώνει τον θείο νόμο ή ένα τυπικό
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ πληρωταί
αξίωμα, πιθανώς οικονομικής φύσεως, στην Αίγυπτο, την εποχή τών Πτολεμαίων.
Greek Monotonic
πληρωτής: -οῦ, ὁ (πληρόω), αυτός που συμπληρώνει, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πληρωτής: -οῦ ὁ, πληρῶν, συμπληρωτής, πλ. = ἐρανάρχης, (ἐράνου συναγωγός, Ἡσύχ.), Δημ. 547, 18., 574, 14, 776. 7, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἡσύχ. 3. σ. 980, ἔκδ. Ἀλβέρτου. ΙΙ. ὁ ἀποτίνων, πληρώνων, οἱ τῶν χρεωστούντων πληρωταί, οἱ πληρώνοντες τὰ χρέη τῶν χρεωστούντων, Εὐσ. Ἀλεξ. 425D.