σκαπτός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(6_10)
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
(22 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skaptos
|Transliteration C=skaptos
|Beta Code=skapto/s
|Beta Code=skapto/s
|Definition=ή, όν, (σκάπτω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dug: that may be dug</b>:—<b class="b3">Σκαπτὴ Ὕλη</b> a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Γλης <span class="bibl">Hdt.6.46</span>; ἐν τῇ Σ. Γλῃ <span class="bibl">Plu.<span class="title">Cim.</span>4</span>; <b class="b3">ἐν Σ. Γ</b>. <span class="bibl">Marcellin.<span class="title">Vit. Thuc.</span>25</span>, <span class="bibl">47</span>:—the form <b class="b3">Σκαπτησύλης</b> (gen. sg.) is found in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Lap.</span>17</span>; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. <b class="b2">Scaptens[ucaron]la</b> Lucr.<span class="bibl">6.810</span>:—hence</span>
|Definition=σκαπτή, σκαπτόν, ([[σκάπτω]]) [[dug]]: [[that may be dug]]:—[[Σκαπτὴ Ὕλη]] (Skapte Hyle) a district in [[Thrace]], named after a [[forest]], ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης [[Herodotus|Hdt.]]6.46; ἐν τῇ Σκαπτῇ Ὕλῃ Plu.''Cim.''4; ἐν Σκαπτῇ Ὕλῃ Marcellin.''Vit. Thuc.''25, 47:—the form [[Σκαπτησύλης]] (gen. sg.) is found in [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Lapidibus'' 17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. [[Scaptensula|Scaptensǔla]] Lucr.6.810:—hence [[Σκαπτησυλικός|Σκαπτησῡλικός]], ή, όν, IG12.301.103,116; [[Σκαπτησυλῖται|Σκαπτησῡλῖται]], St.Byz.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] gegraben, zu graben, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0889.png Seite 889]] gegraben, zu graben, Sp.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />creusé, fouillé ; <i>seul. dans</i> Σκαπτὴ [[ὕλη]] HDT Skaptè Hylè « la Forêt aux mines », <i>dans le Pangée, près de [[Φίλιπποι]], en Macédoine orientale</i>, où étaient des mines d'or.<br />'''Étymologie:''' [[σκάπτω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] [[gegraven]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σκαπτός]], -ή, -όν, ΝΑ, και [[σκαφτός]] Ν [[σκάπτω]] / [[σκάφτω]]]<br />αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον σκάψει<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκαμμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Σκαπτή</i><br />[[ονομασία]] πόλης της Θράκης που ονομάστηκε [[έτσι]] από ένα [[δάσος]] («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκαπτός:''' -ή, -όν ([[σκάπτω]]), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι [[κατάλληλος]] να σκαφτεί· Σκαπτὴ [[ὕλη]], [[περιοχή]] της Θράκης, σε Ηρόδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκαπτός''': -ή, -όν, ([[σκάπτω]]) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, [[χώρα]] ἐν [[Θρᾴκη]] κληθεῖσα [[οὕτως]] ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ [[τύπος]] Σκαπτη-[[σύλη]] (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.
|lstext='''σκαπτός''': -ή, -όν, ([[σκάπτω]]) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, [[χώρα]] ἐν [[Θρᾴκη]] κληθεῖσα [[οὕτως]] ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ [[τύπος]] Σκαπτη-[[σύλη]] (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκαπτός]], ή, όν [[σκάπτω]]<br />dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a [[district]] in [[Thrace]], Hdt.
}}
}}

Latest revision as of 07:34, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτός Medium diacritics: σκαπτός Low diacritics: σκαπτός Capitals: ΣΚΑΠΤΟΣ
Transliteration A: skaptós Transliteration B: skaptos Transliteration C: skaptos Beta Code: skapto/s

English (LSJ)

σκαπτή, σκαπτόν, (σκάπτω) dug: that may be dug:—Σκαπτὴ Ὕλη (Skapte Hyle) a district in Thrace, named after a forest, ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης Hdt.6.46; ἐν τῇ Σκαπτῇ Ὕλῃ Plu.Cim.4; ἐν Σκαπτῇ Ὕλῃ Marcellin.Vit. Thuc.25, 47:—the form Σκαπτησύλης (gen. sg.) is found in Thphr. De Lapidibus 17; nom. Σκαπτησύλη St.Byz.; Lat. Scaptensǔla Lucr.6.810:—hence Σκαπτησῡλικός, ή, όν, IG12.301.103,116; Σκαπτησῡλῖται, St.Byz.

German (Pape)

[Seite 889] gegraben, zu graben, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
creusé, fouillé ; seul. dans Σκαπτὴ ὕλη HDT Skaptè Hylè « la Forêt aux mines », dans le Pangée, près de Φίλιπποι, en Macédoine orientale, où étaient des mines d'or.
Étymologie: σκάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτός -ή -όν [σκάπτω] gegraven.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σκαπτός, -ή, -όν, ΝΑ, και σκαφτός Ν σκάπτω / σκάφτω]
αυτός που μπορεί κανείς να τον σκάψει
νεοελλ.
σκαμμένος
αρχ.
(το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Σκαπτή
ονομασία πόλης της Θράκης που ονομάστηκε έτσι από ένα δάσος («ἐκ Σκαπτῆς Ὕλης», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

σκαπτός: -ή, -όν (σκάπτω), σκαμμένος, αυτός που είναι δυνατόν ή είναι κατάλληλος να σκαφτεί· Σκαπτὴ ὕλη, περιοχή της Θράκης, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτός: -ή, -όν, (σκάπτω) ἐσκαμμένος, ὃν δύναταί τις νὰ σκάψῃ· -Σκαπτὴ ὕλη, χώρα ἐν Θρᾴκη κληθεῖσα οὕτως ἔκ τινος δάσους, Ἡρόδ. 6. 46, Θεοφρ. π. Λίθ. 17· - ἐν τῇ σκαπτῇ ὕλῃ Πλουτ. Κίμ. 4, Μαρκελίν. Βίος Θουκ. 40. 74· - ὁ τύπος Σκαπτη-σύλη (πρβλ. ὕλη, sylva) διετηρήθη παρ]Θεοφρ. π. Λίθ. 17, Στέφ. Βυζ.· οὕτω, Scapten-sula Lucret. 6. 810.

Middle Liddell

σκαπτός, ή, όν σκάπτω
dug: that may be dug: —Σκαπτὴ ὕλη a district in Thrace, Hdt.