περίκομμα: Difference between revisions
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(6_22) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(18 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perikomma | |Transliteration C=perikomma | ||
|Beta Code=peri/komma | |Beta Code=peri/komma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[that which is cut off all round]], [[trimmings]], [[mincemeat]], Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''372, cf. Men.''Sam.''78.<br><span class="bld">II</span> = [[περικοπή]] II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = [[περικοπή]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0580.png Seite 580]] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = [[περικοπή]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[profil d'une personne]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κόπτω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίκομμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[обрезок]], [[кусок]]: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;<br /><b class="num">2</b> [[очерк]], [[контур]] (π. καὶ [[εἴδωλον]] Plut.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το, ΝΑ [[περικόπτω]]<br /><b>1.</b> [[μέρος]] που έχει κοπεί από μια [[ολότητα]], [[κομματάκι]], [[απόκομμα]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για [[κρέας]]) [[κομμάτι]] από το [[σώμα]] σφαγμένου ζώου, [[κοψίδι]]<br /><b>3.</b> [[περικοπή]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίκομμα:''' -ατος, τό ([[περικόπτω]]), αυτό που περικόβεται, [[γαρνίρισμα]], [[κρέας]] ψιλοκομμένο, [[κιμάς]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίκομμα''': τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος [[ὅπερ]] περικόπτει ὁ [[μάγειρος]] ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν [[κρέας]] ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, [[αὐτόθι]] 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C. | |lstext='''περίκομμα''': τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος [[ὅπερ]] περικόπτει ὁ [[μάγειρος]] ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν [[κρέας]] ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, [[αὐτόθι]] 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[περίκομμα]], ατος, τό, [[περικόπτω]]<br />that [[which]] is cut off all [[round]], trimmings, mincemeat, Ar. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Metag.6.7(pl.), Alex.175, etc.; περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω Ar.Eq.372, cf. Men.Sam.78.
II = περικοπή II, π. τοῦ καλοῦ Plu. 2.765c.
German (Pape)
[Seite 580] τό, das ringsumher Abgehauene, Kleingehauene, bes. ein Gericht von kleingehacktem Fleisch, χορδαρίου, Ath. III, 95 a u. 96 a aus Alex., vgl. Metagen. ib. VI, 269 f, neben ἀλλᾶντες, komisch übertr., περικόμματα ἐκ σοῦ κατασκευάσω, Ar. Equ. 372, ich haue dich in Kochstücke. – Aber Plut. amat. 19 g. E. braucht es = περικοπή.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
profil d'une personne.
Étymologie: περί, κόπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίκομμα -ατος, τό [περικόπτω] gehakt:. περικόμματ’ ἔκ σου σκευάσω ik ga gehakt van je maken Aristoph. Eq. 372.
Russian (Dvoretsky)
περίκομμα: ατος τό
1 обрезок, кусок: περικόμματα ἔκ τινος κατασκευάζειν Arph. изрубить кого-л. в куски;
2 очерк, контур (π. καὶ εἴδωλον Plut.).
Greek Monolingual
το, ΝΑ περικόπτω
1. μέρος που έχει κοπεί από μια ολότητα, κομματάκι, απόκομμα
2. (κυρίως για κρέας) κομμάτι από το σώμα σφαγμένου ζώου, κοψίδι
3. περικοπή.
Greek Monotonic
περίκομμα: -ατος, τό (περικόπτω), αυτό που περικόβεται, γαρνίρισμα, κρέας ψιλοκομμένο, κιμάς, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περίκομμα: τό, τὸ περικοπτόμενον, ἐπὶ κρέατος ὅπερ περικόπτει ὁ μάγειρος ἐκ τοῦ σώματος σφαγέντος ζῴου, Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 1, Μεταγένης ἐν «Θουριοπερσαις» 1: περικόμματα ἐκ σοῦ σκευάσω, θὰ κάμω λειανιστὸν κρέας ἐκ τοῦ σώματός σου, Ἀριστοφ. Ἱππ. 372· - ὑποκορ. περικομμάτιον, αὐτόθι 770, Ἀθηνίων ἐν «Σαμόθρᾳξιν» 1. 31. ΙΙ. = περικοπὴ ΙΙ, Πλούτ. 2. 765C.
Middle Liddell
περίκομμα, ατος, τό, περικόπτω
that which is cut off all round, trimmings, mincemeat, Ar.