ἐμπόδισμα: Difference between revisions
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(6_21) |
mNo edit summary |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=empodisma | |Transliteration C=empodisma | ||
|Beta Code=e)mpo/disma | |Beta Code=e)mpo/disma | ||
|Definition= | |Definition=ἐμποδίσματος, τό, [[impediment]], [[hindrance]], [[Plato|Pl.]]''[[Politicus|Plt.]]'' 295b, D.3.4. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[impedimento]], [[obstáculo]], [[estorbo]] c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.<i>Plt</i>.295b, cf. <i>Phlb</i>.63d, D.3.7, Lib.<i>Or</i>.46.34, <i>Ep</i>.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.<i>Pers</i>.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.<i>Nou</i>.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων [[ἐμπόδισμα]] Gal.3.175, cf. Pl.<i>Cra</i>.413d, Philostr.<i>VS</i> 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.<i>Edict</i>.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte</i> I.<i>AI</i> 17.95, cf. Procop.<i>Pers</i>.2.24.7. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] τό, das | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0815.png Seite 815]] τό, das [[Hindernis]], τινός, Plat. Crat. 413 d u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />[[obstacle]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐμποδίζω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπόδισμα:''' ατος τό [[препятствие]], [[помеха]] (τινος Plat., Dem.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπόδισμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ. | |lstext='''ἐμπόδισμα''': τό, ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και αμπόδισμα και [[μπόδισμα]], το (AM [[ἐμπόδισμα]], Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)<br />[[εμπόδιση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εμπόδιο]] για να κρατά την πόρτα ανοιχτή<br /><b>2.</b> [[φυσικό]] [[ελάττωμα]]<br /><b>3.</b> [[άρνηση]]. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[hindrance]], [[impediment]], [[obstacle]], [[anything that hinders]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 15:51, 7 March 2024
English (LSJ)
ἐμποδίσματος, τό, impediment, hindrance, Pl.Plt. 295b, D.3.4.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
impedimento, obstáculo, estorbo c. dat. ἂν ἑαυτῷ θεῖτ' ἐμποδίσματα Pl.Plt.295b, cf. Phlb.63d, D.3.7, Lib.Or.46.34, Ep.741.5, Chrys.M.51.152, Thdt.M.81.1445C, Procop.Pers.2.30.1, μηδὲν ἐ. τῷδε ἡμῶν τῷ θείῳ νόμῳ γενέσθαι Iust.Nou.99.1, c. gen. οὐδὲν χρῆ τούτου προκεῖσθαι τῶν στέρνων ἐμπόδισμα Gal.3.175, cf. Pl.Cra.413d, Philostr.VS 507, ἐστὶν ... ἐ. τῆς αἰσίας ἐμβολῆς Iust.Edict.13.27, ὧν οὐδὲν ἐπ' ἐμποδίσματι γενέσθαι τοῦ ... κινδυνεῦσαι τελευτᾶν que nada de lo cual había impedido que corriera riesgo de muerte I.AI 17.95, cf. Procop.Pers.2.24.7.
German (Pape)
[Seite 815] τό, das Hindernis, τινός, Plat. Crat. 413 d u. A.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐμποδίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπόδισμα: ατος τό препятствие, помеха (τινος Plat., Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπόδισμα: τό, ἐμπόδιον, κώλυμα, Πλάτ. Πολιτ. 295Β, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
και αμπόδισμα και μπόδισμα, το (AM ἐμπόδισμα, Μ και ἐμπόδισμαν και ἀμπόδισμα)
εμπόδιση
μσν.
1. εμπόδιο για να κρατά την πόρτα ανοιχτή
2. φυσικό ελάττωμα
3. άρνηση.