ἡμιτριβής: Difference between revisions
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6_7) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=imitrivis | |Transliteration C=imitrivis | ||
|Beta Code=h(mitribh/s | |Beta Code=h(mitribh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἡμιτριβές, ([[τρίβω]])<br><span class="bld">A</span> [[half worn out]], [[χλαμύς]] ''PCair.Zen.''92.5 (iii B.C.), cf. ''CPR''27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.''Pl.''729.<br><span class="bld">II</span> [[blunt]], [[ξοΐς]] ''BCH''35.43 (Delos); [[λείστριον]] ib. 8.323 (ibid.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡμιτρῐβής''': -ές, ([[τρίβω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, [[ῥάκος]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729. | |lstext='''ἡμιτρῐβής''': -ές, ([[τρίβω]]) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, [[ῥάκος]], Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[ἡμιτριβής]], -ές)<br />(για ρούχα) [[κατά]] το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τριβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρίβω]]), [[πρβλ]]. [[ατριβής]], [[εντριβής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡμιτριβές, (τρίβω)
A half worn out, χλαμύς PCair.Zen.92.5 (iii B.C.), cf. CPR27.8 (ii A.D.), Sch.Ar.Pl.729.
II blunt, ξοΐς BCH35.43 (Delos); λείστριον ib. 8.323 (ibid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιτρῐβής: -ές, (τρίβω) κατὰ τὸ ἥμισυ ἐφθαρμένος, τετριμμένος, ῥάκος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Πλ. 729.
Greek Monolingual
-ές (Α ἡμιτριβής, -ές)
(για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ατριβής, εντριβής].