παιγνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paigniodis
|Transliteration C=paigniodis
|Beta Code=paigniw/dhs
|Beta Code=paigniw/dhs
|Definition=ες, = foreg., <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>2</span>; <b class="b3">τὸ π</b>. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">playfulness</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>2.3.56</span>; τὸ παιγνιωδέστερον <span class="bibl">Id.<span class="title">Smp.</span>2.26</span>.</span>
|Definition=ες, = [[παίγνιος]] ([[playful]], [[sportive]], [[droll]]), Plu. ''Ages.'' 2 ; τὸ π. [[playfulness]], X. ''HG'' 2.3.56 ; τὸ [[παιγνιωδέστερον]] Id. ''Smp.'' 2.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />[[qui se fait par jeu]].<br />'''Étymologie:''' [[παίγνιον]], -ωδης.
}}
{{elnl
|elnltext=παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.
}}
{{elru
|elrutext='''παιγνιώδης:''' [[служащий для забавы]], [[веселый]] Xen., Plut.
}}
{{grml
|mltxt=-ες (Α [[παιγνιώδης]], -ῶδες) [[παίγνιον]]<br />[[διασκεδαστικός]], [[αστείος]], [[παιχνιδιάρης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παιγνιῶδες</i><br />εύθυμη [[διάθεση]], [[αστείος]] [[χαρακτήρας]] («[[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», <b>Ξεν.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παιγνιωδώς</i> (Α παιγνιωδῶς)<br />με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παιγνιώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[παιχνιδιάρικος]], [[διασκεδαστικός]], σε Πλούτ.· <i>τὸπαιγνιώδες</i>, παιχνιδιάρικη [[διάθεση]], σε Ξεν.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παιγνι-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[playful]], [[sportive]], Plut.: τὸ παιγνιῶδες [[playfulness]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 14:15, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιγνιώδης Medium diacritics: παιγνιώδης Low diacritics: παιγνιώδης Capitals: ΠΑΙΓΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paigniṓdēs Transliteration B: paigniōdēs Transliteration C: paigniodis Beta Code: paigniw/dhs

English (LSJ)

ες, = παίγνιος (playful, sportive, droll), Plu. Ages. 2 ; τὸ π. playfulness, X. HG 2.3.56 ; τὸ παιγνιωδέστερον Id. Smp. 2.26.

German (Pape)

[Seite 438] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίγνιον, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.

Russian (Dvoretsky)

παιγνιώδης: служащий для забавы, веселый Xen., Plut.

Greek Monolingual

-ες (Α παιγνιώδης, -ῶδες) παίγνιον
διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες
εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήραςμήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.).
επίρρ...
παιγνιωδώς (Α παιγνιωδῶς)
με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παιγνιώδης: -ες (εἶδος), παιχνιδιάρικος, διασκεδαστικός, σε Πλούτ.· τὸπαιγνιώδες, παιχνιδιάρικη διάθεση, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιώδης: -ες, (εἶδος) ἀστεῖος, διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ παιγνιώδης διάθεσις, ὁ ἀστεῖος χαρακτήρ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.

Middle Liddell

παιγνι-ώδης, ες εἶδος
playful, sportive, Plut.: τὸ παιγνιῶδες playfulness, Xen.