εὐεπίβατος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evepivatos
|Transliteration C=evepivatos
|Beta Code=eu)epi/batos
|Beta Code=eu)epi/batos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to ascend</b>, λόφος <span class="bibl">Str.5.3.7</span>; τεῖχος <span class="bibl">Polyaen. 6.5</span>; καταρράκται <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>5.82</span> (Comp.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">easy of attack</b>, τόποι <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>94.40</span>: metaph., <span class="bibl">Id.1.459</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cal.</span>19</span>.</span>
|Definition=εὐεπίβατον,<br><span class="bld">A</span> [[easy to ascend]], λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.''BC''5.82 (Comp.).<br><span class="bld">II</span> [[easy of attack]], τόποι Ph.''Bel.''94.40: metaph., Id.1.459, Luc.''Cal.''19.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1065.png Seite 1065]] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, [[λόφος]] Strab. V p. 234; Sp. Übertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[facile à gravir]], [[à escalader]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἐπιβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεπίβᾰτος:''' [[легко доступный]] (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).
}}
{{ls
|lstext='''εὐεπίβᾰτος''': -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, [[λόφος]] Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐεπίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] («[[εὐεπίβατος]] [[λόφος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευπρόσβλητος]] («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διασχίσει, να διαβεί με [[ευκολία]] («[[εὐεπίβατος]] ἔρημος»)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο [[εφικτός]]<br /><b>5.</b> ο [[προσιτός]], ο ευκολοπλησίαστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[βαίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεπίβᾰτος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], σε Λουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=εὐ-επίβᾰτος, ον<br />[[easy]] of [[attack]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 10:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐεπίβᾰτος Medium diacritics: εὐεπίβατος Low diacritics: ευεπίβατος Capitals: ΕΥΕΠΙΒΑΤΟΣ
Transliteration A: euepíbatos Transliteration B: euepibatos Transliteration C: evepivatos Beta Code: eu)epi/batos

English (LSJ)

εὐεπίβατον,
A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.).
II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.

German (Pape)

[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Übertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

εὐεπίβᾰτος: легко доступный (τὸ τῆς ψυχῆς εὐεπίβατον Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.

Greek Monolingual

εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρειαεὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολίαεὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].

Greek Monotonic

εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.

Middle Liddell

εὐ-επίβᾰτος, ον
easy of attack, Luc.