εὐθύωρος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(CSV import) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(21 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efthyoros | |Transliteration C=efthyoros | ||
|Beta Code=eu)qu/wros | |Beta Code=eu)qu/wros | ||
|Definition= | |Definition=εὐθύωρον, [[in a straight direction]]: mostly in neut. [[εὐθύωρον]] as adverb, = [[εὐθύς]], εὐ. ἄγειν X.''An.''2.2.16, Ael. ''NA''11.16; [[ὁρᾶν]] ib.7.5: as adjective, εὐθύωρον τὴν ἀναχώρησιν ἐποιήσαντο Anon. ap. ''EM''391.42, cf. Procop.''Aed.''2.2. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1072.png Seite 1072]] (ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐθύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐθεῖαν erkl., auch εὐθυωρόν accentuirt wird, geradeaus, [[geradezu]], οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐθύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />direct ; <i>adv.</i> • εὐθύωρον en ligne droite, directement.<br />'''Étymologie:''' [[εὐθύς]], [[ὥρα]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐθύωρος''': -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. [[εὐθύς]], εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν [[αὐτόθι]] 7. 5. (Ἡ [[κατάληξις]] -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ [[σημασία]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐθύωρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[ευθεία]] [[κατεύθυνση]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>εὐθύωρον</i><br />α) [[ευθύς]], [[αμέσως]] («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)<br />β) σε [[ευθεία]] [[διεύθυνση]] («[[ἄγει]] δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῖον», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευθυ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>όρος</i> «όριο». Το -<i>ω</i>- λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[δίωρος]], [[τέτρωρος]])]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐθύωρος:''' -ον, αυτός που έχει [[ευθεία]] [[διεύθυνση]]· ουδ. <i>εὐθύωρον</i> ως επίρρ., = [[εὐθύς]], σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=in a [[straight]] [[direction]]: in neut. εὐθύωρον as adv. = [[εὐθύς]], Xen. [deriv. uncertain] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:55, 3 March 2024
English (LSJ)
εὐθύωρον, in a straight direction: mostly in neut. εὐθύωρον as adverb, = εὐθύς, εὐ. ἄγειν X.An.2.2.16, Ael. NA11.16; ὁρᾶν ib.7.5: as adjective, εὐθύωρον τὴν ἀναχώρησιν ἐποιήσαντο Anon. ap. EM391.42, cf. Procop.Aed.2.2.
German (Pape)
[Seite 1072] (ὥρα, od. ist ωρος ein bloßes Suffixum?), wohl nur im neutr. εὐθύωρον, das, adverbial gebraucht, von den VLL, κατ' εὐθεῖαν erkl., auch εὐθυωρόν accentuirt wird, geradeaus, geradezu, οὐδ' ἀπέκλινε – ἀλλ' εὐθύωρον ἄγων Xen. An. 2, 2, 16, wie Ael. H. A. 11, 16 u. Sp., die es auch von der Zeit = "auf der Stelle" brauchen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
direct ; adv. • εὐθύωρον en ligne droite, directement.
Étymologie: εὐθύς, ὥρα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύωρος: -ον, κατ’ εὐθεῖαν διεύθυνσιν ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετ. εὐθύωρον, ὡς Ἐπίρρ. εὐθύς, εὐθύωρον ἄγων, κατ’ εὐθεῖαν, Ξεν. Ἀν. 2. 2, 16, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 11. 16· ὁρᾶν αὐτόθι 7. 5. (Ἡ κατάληξις -ωρος οὐδεμίαν δύναται νὰ ἔχῃ σχέσιν πρὸς τὸ ὥρα ὡς δεικνύει ἡ σημασία).
Greek Monolingual
εὐθύωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ευθεία κατεύθυνση
2. (το ουδ. ως επίρρ.) εὐθύωρον
α) ευθύς, αμέσως («εὐθύωρον θνῄσκει», Προκ.)
β) σε ευθεία διεύθυνση («ἄγει δὲ αὐτὸς εὐθύωρον ἐπὶ τὴν κοίτην τοῦ δράκοντος πνεῦμα θεῖον», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + όρος «όριο». Το -ω- λόγω συνθέσεως (πρβλ. δίωρος, τέτρωρος)].
Greek Monotonic
εὐθύωρος: -ον, αυτός που έχει ευθεία διεύθυνση· ουδ. εὐθύωρον ως επίρρ., = εὐθύς, σε Ξεν. (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
in a straight direction: in neut. εὐθύωρον as adv. = εὐθύς, Xen. [deriv. uncertain]