μεμψίμοιρος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6_18) |
|||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mempsimoiros | |Transliteration C=mempsimoiros | ||
|Beta Code=memyi/moiros | |Beta Code=memyi/moiros | ||
|Definition= | |Definition=μεμψίμοιρον, [[faultfinding]], [[criticizing]], [[querulous]], Isoc. 12.8, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''17.2, Phld.''Lib.''p.42 O., ''Ep.Jud.''16, Luc.''Tim.''13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''608b10. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0130.png Seite 130]] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε [[πολλάκις]] [[ἤδη]] τὴν φύσιν τὴν [[ἐμαυτοῦ]] κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0130.png Seite 130]] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε [[πολλάκις]] [[ἤδη]] τὴν φύσιν τὴν [[ἐμαυτοῦ]] κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[qui se plaint de son sort]].<br />'''Étymologie:''' [[μέμφομαι]], [[μοῖρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεμψίμοιρος:''' (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεμψίμοιρος]]· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ [[φιλεγκλήμων]], ἢ [[φιλαίτιος]]». | |lstext='''μεμψίμοιρος''': -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μεμψίμοιρος]]· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ [[φιλεγκλήμων]], ἢ [[φιλαίτιος]]». | ||
}} | |||
{{StrongGR | |||
|strgr=from a presumed derivative of [[μέμφομαι]] and moira ([[fate]]; [[akin]] to the [[base]] of [[μέρος]]); [[blaming]] [[fate]], i.e. [[querulous]] ([[discontented]]): complainer. | |||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=μεμψιμοιρον ([[μέμφομαι]], and [[μοῖρα]] [[fate]], [[lot]]), [[complaining]] of [[one]]'s [[lot]], [[querulous]], [[discontented]]: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); [[Aristotle]], h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, [[char]]. 17,1; Lucian, [[dial]]. deor. 20,4; [[Plutarch]], de ira cohib. c. 13.) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεμψίμοιρος]], -ον)<br />αυτός που παραπονείται [[κατά]] της μοίρας του, [[παραπονιάρης]], [[γκρινιάρης]] («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεμψίμοιρον</i><br />η [[μεμψιμοιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]], [[πρβλ]]. <i>μέμφις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), [[πρβλ]]. [[κακόμοιρος]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεμψί-μοιρος, ον [[μοῖρα]]<br />[[complaining]] of one's [[fate]], [[repining]], [[querulous]], Isocr., Luc. | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':memy⋯moiroj 面普士-衣妹羅士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':指責-(對)我<br />'''字義溯源''':指責的成因,好埋怨的,吹毛求疵的,發怨言的,訴苦,批評,不平的;由([[μέμφομαι]])*=指責)與([[ἐγώ]])X*=禍福,結局)組成;其中 ([[ἐγώ]])X*類似([[μέρος]])=份或分享),而 ([[μέρος]])出自([[μείζων]])X=分得的份*)<br />'''出現次數''':總共(1);猶(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 發怨言的(1) 猶1:16 | |||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[παραπονιάρης]]). Σύνθετο ἀπό τό [[μέμφομαι]] + [[μοῖρα]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[μέμφομαι]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:00, 24 November 2023
English (LSJ)
μεμψίμοιρον, faultfinding, criticizing, querulous, Isoc. 12.8, Thphr. Char.17.2, Phld.Lib.p.42 O., Ep.Jud.16, Luc.Tim.13, etc.; τὸ μ. Plu.2.50b: Comp., γυνὴ ἀνδρὸς -ότερον Arist.HA608b10.
German (Pape)
[Seite 130] der über sein Schicksal klagt, mit seinem Loose nicht zufrieden ist, der immer klagt, verdrießlich ist; vom Alter Isocr. 12, 8 δυσάρεστον, μικρολόγον, μεμψίμοιρον, ὥςτε πολλάκις ἤδη τὴν φύσιν τὴν ἐμαυτοῦ κατεμεμψάμην; Sp. oft, wie Luc. bis accus. 2 Tim. 13. Eine Comödie des Antidotus hieß ἡ μ., Ath. XIV, 656 e. – Adv., Poll. 3, 139.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se plaint de son sort.
Étymologie: μέμφομαι, μοῖρα.
Russian (Dvoretsky)
μεμψίμοιρος: (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT.
Greek (Liddell-Scott)
μεμψίμοιρος: -ον, ὁ μεμφόμενος τὴν μοῖράν του, «παραπονιάρης», Ἰσοκρ. 234C, Λουκ. Τίμ. 13, κτλ.· συγκρ. -ότερος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 7. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεμψίμοιρος· μεμφόμενος τὸ ἀγαθόν· ἢ φιλεγκλήμων, ἢ φιλαίτιος».
English (Strong)
from a presumed derivative of μέμφομαι and moira (fate; akin to the base of μέρος); blaming fate, i.e. querulous (discontented): complainer.
English (Thayer)
μεμψιμοιρον (μέμφομαι, and μοῖρα fate, lot), complaining of one's lot, querulous, discontented: Isocrates, p. 234c. (p. 387, Lange edition); Aristotle, h. a. 9,1 (p. 608b, 10); Theophrastus, char. 17,1; Lucian, dial. deor. 20,4; Plutarch, de ira cohib. c. 13.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεμψίμοιρος, -ον)
αυτός που παραπονείται κατά της μοίρας του, παραπονιάρης, γκρινιάρης («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεμψίμοιρον
η μεμψιμοιρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμψι- (< μέμφομαι, πρβλ. μέμφις) + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. κακόμοιρος, σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος].
Greek Monotonic
μεμψίμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που παραπονιέται για τη μοίρα του, που δεν είναι ικανοποιημένος με τίποτε, παραπονιάρης, σε Ισοκρ., Λουκ.
Middle Liddell
μεμψί-μοιρος, ον μοῖρα
complaining of one's fate, repining, querulous, Isocr., Luc.
Chinese
原文音譯:memy⋯moiroj 面普士-衣妹羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:指責-(對)我
字義溯源:指責的成因,好埋怨的,吹毛求疵的,發怨言的,訴苦,批評,不平的;由(μέμφομαι)*=指責)與(ἐγώ)X*=禍福,結局)組成;其中 (ἐγώ)X*類似(μέρος)=份或分享),而 (μέρος)出自(μείζων)X=分得的份*)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編:
1) 發怨言的(1) 猶1:16
Mantoulidis Etymological
(=παραπονιάρης). Σύνθετο ἀπό τό μέμφομαι + μοῖρα. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα μέμφομαι.