σκοπευτής: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6_19) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skopeftis | |Transliteration C=skopeftis | ||
|Beta Code=skopeuth/s | |Beta Code=skopeuth/s | ||
|Definition= | |Definition=σκοπευτοῦ, ὁ, = σκοπός 1.2, Id.''Is.''52.8, al., Eust.810.25. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκοπευτής''': -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, [[φρουρός]], Εὐστ. 810. 25. | |lstext='''σκοπευτής''': -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, [[φρουρός]], Εὐστ. 810. 25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ [[σκοπεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη [[βολή]] [[προς]] έναν στόχο<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[οπλίτης]] που ρυθμίζει τη [[σκόπευση]] όπλου το οποίο υπηρετείται από [[ομάδα]] ή [[στοιχείο]], όπως [[είναι]] το [[πυροβόλο]], ο όλμος και το [[πολυβόλο]]<br /><b>3.</b> [[επιτήδειος]], [[επιδέξιος]] στη [[σκοποβολή]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ελεύθερος]] [[σκοπευτής]]» <br />α) [[αντάρτης]] σε [[χώρα]] κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται [[μόνος]] του, επιλέγοντας ο [[ίδιος]] τους στόχους του<br />β) [[μαχητής]] που υπάγεται σε [[μονάδα]] πεζικού ή καταδρομών, [[αλλά]] ενεργεί και μάχεται [[μόνος]] του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, [[χωρίς]] να [[είναι]] ενταγμένος σε [[τακτική]] [[μονάδα]] μάχης<br />γ) [[άτομο]] [[χωρίς]] συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και [[χωρίς]] ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις<br /><b>μσν.</b><br /><b>το θηλ.</b> <i>ἡ σκοπεύτρια</i><br />[[ψηλός]] [[τόπος]], [[κατάλληλος]] για [[παρατήρηση]], για [[κατόπτευση]], [[παρατηρητήριο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[παρατηρητής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
σκοπευτοῦ, ὁ, = σκοπός 1.2, Id.Is.52.8, al., Eust.810.25.
German (Pape)
[Seite 903] ὁ, der Späher, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκοπευτής: -οῦ, ὁ, = σκοπὸς Ι. 2, φρουρός, Εὐστ. 810. 25.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. σκοπεύτρια ΝΜ σκοπεύω
νεοελλ.
1. αυτός που σκοπεύει, που κατευθύνει τη βολή προς έναν στόχο
2. στρ. οπλίτης που ρυθμίζει τη σκόπευση όπλου το οποίο υπηρετείται από ομάδα ή στοιχείο, όπως είναι το πυροβόλο, ο όλμος και το πολυβόλο
3. επιτήδειος, επιδέξιος στη σκοποβολή
4. φρ. «ελεύθερος σκοπευτής»
α) αντάρτης σε χώρα κατεχόμενη από τον εχθρό που μάχεται μόνος του, επιλέγοντας ο ίδιος τους στόχους του
β) μαχητής που υπάγεται σε μονάδα πεζικού ή καταδρομών, αλλά ενεργεί και μάχεται μόνος του, βάσει τών γενικών οδηγιών τις οποίες έχει λάβει, χωρίς να είναι ενταγμένος σε τακτική μονάδα μάχης
γ) άτομο χωρίς συγκεκριμένους πολιτικούς και ιδεολογικούς στόχους και χωρίς ηθικές ή άλλες δεσμεύσεις
μσν.
το θηλ. ἡ σκοπεύτρια
ψηλός τόπος, κατάλληλος για παρατήρηση, για κατόπτευση, παρατηρητήριο
μσν.-αρχ.
παρατηρητής.