πλάθανον: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(6_3)
m (elru replacement)
 
(28 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=plathanon
|Transliteration C=plathanon
|Beta Code=pla/qanon
|Beta Code=pla/qanon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">dish</b> or <b class="b2">mould</b> in which bread, cakes, etc. were baked, <span class="bibl">Theoc.15.115</span>, Nic.<span class="title">Fr.</span>70.2, <span class="bibl">Poll.7.22</span>, etc.: hence the baking-woman in Ar.<span class="title">Ra.</span> is called <b class="b3">Πλαθάνη</b>; cf. <b class="b3">πλαθά, κοροπλάθος</b>.</span>
|Definition=τό, [[dish]] or [[mould]] in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.''Fr.''70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.''Ra.'' is called [[Πλαθάνη]]; cf. [[πλαθά]], [[κοροπλάθος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0624.png Seite 624]] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />plateau rond pour faire le pain <i>ou</i> [[la pâtisserie]], [[moule à gâteau]], [[à pain]].<br />'''Étymologie:''' [[πλατύς]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλάθανον -ου, τό [πλάττω] [[kneedplank]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλάθᾰνον:''' τό, v. l. [[πλαθάνη]] ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), [[Πολυδ]]. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
|lstext='''πλάθᾰνον''': [ᾰ], τό, (πλατὺς) [[πλαστήριον]] ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] ἡ [[δούλη]] ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― [[ἄμυλος]] πλαθανίτας [ῑ], [[πλακούντιον]] ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πλάθᾰνον:''' [ᾰ], τό ([[πλατύς]]), [[πλαστήρι]], [[καλούπι]], [[σκεύος]] στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: n.<br />Meaning: [[cake mould]], [[-form.]] (Theoc., Nic.).<br />Compounds: Synthet. compp. like <b class="b3">κορο-πλάθος</b> m. [[former of feminine figures]], [[doll modeller]] (Pl., Isoc.<br />Derivatives: <b class="b3">-ανίτας ἄμυλος</b> [[cake baked in a mould]] (Philox. 3, 17; not quite certain); <b class="b3">πλαθ-ά</b> f. [[image]], [[εἰκών]] (Dor. in Plu.); synthet. compp. like <b class="b3">κορο-πλάθος</b> m. [[former of feminine figures]], [[doll modeller]] (Pl., Isoc.)<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (<b class="b3">πλαθ-</b> [[cannot be made in IE]], [[as it had no short a]]; so not to [[πλάσσω]]{{)}.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλᾰ́θᾰνον, ου, τό, [[πλατύς]]<br />a [[mould]] in [[which]] cakes were [[baked]], Theocr.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πλάθανον''': {pláthanon}<br />'''Grammar''': n.<br />'''See also''': s. [[πλάσσω]].<br />'''Page''' 2,549
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πλατιά σανίδα [[ἐπάνω]] στήν ὁποία πλάθουν, πλαστήρι). Ἀπό τό ἐπίθ. [[πλατύς]], πού παράγεται ἀπό τό [[πλάτος]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό τό [[πλάσσω]] πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπό τό «πλάτς πλάτς» πού ἀκούεται στό πλάσιμο μαλακῶν ὑλῶν, ὅπως πηλοῦ, κεριοῦ, ψωμιοῦ.
}}
}}

Latest revision as of 22:11, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰθᾰνον Medium diacritics: πλάθανον Low diacritics: πλάθανον Capitals: ΠΛΑΘΑΝΟΝ
Transliteration A: pláthanon Transliteration B: plathanon Transliteration C: plathanon Beta Code: pla/qanon

English (LSJ)

τό, dish or mould in which bread, cakes, etc. were baked, Theoc.15.115, Nic.Fr.70.2, Poll.7.22, etc.: hence the baking-woman in Ar.Ra. is called Πλαθάνη; cf. πλαθά, κοροπλάθος.

German (Pape)

[Seite 624] τό, = Folgdm, Poll. 7, 22.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
plateau rond pour faire le pain ou la pâtisserie, moule à gâteau, à pain.
Étymologie: πλατύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλάθανον -ου, τό [πλάττω] kneedplank.

Russian (Dvoretsky)

πλάθᾰνον: τό, v. l. πλαθάνη ἡ (λᾰ) доска или лист для печения Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό, (πλατὺς) πλαστήριον ἐφ’ οὗ πλάσσουσιν ἄρτους, πλακοῦντας καὶ τὰ τοιαῦτα, Θεόκρ. 15. 115 (διάφ. γραφ. πλαθάνη), Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 369C (διάφ. γραφ. πλατάνοισι), Πολυδ. Ζ΄, 22, κτλ.· ― ἐντεῦθενδούλη ἡ πλάσσουσα ἄρτους ἢ πλακούντια ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. λέγεται Πλαθάνη· ― ἄμυλος πλαθανίτας [ῑ], πλακούντιον ἐκ πλαστηρίου, Φιλόξ. παρ’ Ἀθην. 643C, κατὰ διόρθωσιν τοῦ Meineke.

Greek Monotonic

πλάθᾰνον: [ᾰ], τό (πλατύς), πλαστήρι, καλούπι, σκεύος στο οποίο ψήνονται τα γλυκίσματα, σε Θεόκρ. {{etym |etymtx=Grammatical information: n.
Meaning: cake mould, -form. (Theoc., Nic.).
Compounds: Synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.
Derivatives: -ανίτας ἄμυλος cake baked in a mould (Philox. 3, 17; not quite certain); πλαθ-ά f. image, εἰκών (Dor. in Plu.); synthet. compp. like κορο-πλάθος m. former of feminine figures, doll modeller (Pl., Isoc.)
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The word is most prob. Pre-Greek (πλαθ- cannot be made in IE, as it had no short a; so not to πλάσσω{{)}. }}

Middle Liddell

πλᾰ́θᾰνον, ου, τό, πλατύς
a mould in which cakes were baked, Theocr.

Frisk Etymology German

πλάθανον: {pláthanon}
Grammar: n.
See also: s. πλάσσω.
Page 2,549

Mantoulidis Etymological

(=πλατιά σανίδα ἐπάνω στήν ὁποία πλάθουν, πλαστήρι). Ἀπό τό ἐπίθ. πλατύς, πού παράγεται ἀπό τό πλάτος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Κατ' ἄλλους ἀπό τό πλάσσω πού εἶναι ἠχοποίητη λέξη ἀπό τό «πλάτς πλάτς» πού ἀκούεται στό πλάσιμο μαλακῶν ὑλῶν, ὅπως πηλοῦ, κεριοῦ, ψωμιοῦ.