ἀφρώδης: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(6_7) |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=afrodis | |Transliteration C=afrodis | ||
|Beta Code=a)frw/dhs | |Beta Code=a)frw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=ἀφρῶδες,<br><span class="bld">A</span> [[foamy]], αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.''Aph.''5.13, cf. ''Acut.''53; στόματος ἀ. πέλανος [[Euripides|E.]]''[[Orestes|Or.]]''220; ὄμβρος Tim.''Pers.''71 (dub.); γένος Pl. ''Ti.''60b; σπέρματα Corn.''ND''24.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">μήκων ἀ.</b> [[frothy]] poppy, [[Silene inflata]], Dsc.4.66; = [[πέπλος]], ib.167 (but, = [[πεπλίς]], Plin.''HN''27.119); = [[χαμαισύκη]], Ps.-Dsc.4.169. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ες<br /><b class="num">1</b> [[espumeante]], [[αἷμα]] Diog.Apoll.B 6, Hp.<i>Aph</i>.5.13, <i>Acut</i>.53, <i>Epid</i>.7.48, οὐρήσιες Hp.<i>Prorrh</i>.1.113, ὑμήν Hp.<i>Oss</i>.12, στόματος ἀ. πελανός E.<i>Or</i>.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.<i>Ti</i>.60b, σπέρματα Corn.<i>ND</i> 24.<br /><b class="num">2</b> bot. [[viscoso]] del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa</i>, Suene inflala Sm.</i>, Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0415.png Seite 415]] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />[[écumeux]], [[écumant]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀφρός]], -ωδης. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφρώδης:''' [[подобный пене]], [[пенистый]] Eur., Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] ἀφροῦ, [[αἷμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β. | |lstext='''ἀφρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, [[πλήρης]] ἀφροῦ, [[αἷμα]] Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(-ους), -ες (AM [[ἀφρώδης]], -ες)<br />αυτός που έχει αφρούς, που [[είναι]] [[γεμάτος]] από αφρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br />«[[αφρώδης]] [[οίνος]]» ή «[[καμπανίτης]] [[οίνος]]» — [[φυσικά]] [[αεριούχος]] [[οίνος]], δηλ. εμπλουτισμένος με [[διοξείδιο]] του άνθρακα, το οποίο παράγεται [[κατά]] το [[τέλος]] της αλκοολικής ζύμωσης. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀφρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[αφρώδης]], αφρισμένος, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εἶδος]]<br />foamy, Eur. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 20:40, 22 March 2024
English (LSJ)
ἀφρῶδες,
A foamy, αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.Aph.5.13, cf. Acut.53; στόματος ἀ. πέλανος E.Or.220; ὄμβρος Tim.Pers.71 (dub.); γένος Pl. Ti.60b; σπέρματα Corn.ND24.
II μήκων ἀ. frothy poppy, Silene inflata, Dsc.4.66; = πέπλος, ib.167 (but, = πεπλίς, Plin.HN27.119); = χαμαισύκη, Ps.-Dsc.4.169.
Spanish (DGE)
-ες
1 espumeante, αἷμα Diog.Apoll.B 6, Hp.Aph.5.13, Acut.53, Epid.7.48, οὐρήσιες Hp.Prorrh.1.113, ὑμήν Hp.Oss.12, στόματος ἀ. πελανός E.Or.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.Ti.60b, σπέρματα Corn.ND 24.
2 bot. viscoso del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa, Suene inflala Sm., Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.
German (Pape)
[Seite 415] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
écumeux, écumant.
Étymologie: ἀφρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρώδης: подобный пене, пенистый Eur., Plat. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ἀφροῦ, αἷμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β.
Greek Monolingual
(-ους), -ες (AM ἀφρώδης, -ες)
αυτός που έχει αφρούς, που είναι γεμάτος από αφρούς
νεοελλ.
«αφρώδης οίνος» ή «καμπανίτης οίνος» — φυσικά αεριούχος οίνος, δηλ. εμπλουτισμένος με διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης.
Greek Monotonic
ἀφρώδης: -ες (εἶδος), αφρώδης, αφρισμένος, σε Πλάτ.
Middle Liddell
εἶδος
foamy, Eur.