ἐχέμυθος: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=echemythos
|Transliteration C=echemythos
|Beta Code=e)xe/muqos
|Beta Code=e)xe/muqos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">taciturn</b>, in Sup., Suid.</span>
|Definition=ἐχέμυθον, [[taciturn]], in Sup., Suid.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[silencieux]], [[discret]], [[réservé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]], [[μῦθος]].
}}
{{ls
|lstext='''ἐχέμῡθος''': -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἐχέμυθος]], -ον)<br />αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το [[μυστικό]] που του έχει εμπιστευθεί [[κάποιος]], ο [[μυστικός]], ο [[σιωπηλός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μυθικός]], [[μυθώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εχε</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>έχω</i> I) <span style="color: red;">+</span> [[μύθος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέμῡθος:''' -ον, αυτός που περιορίζει τα [[λόγια]] του, [[λιγόλογος]], [[λιγομίλητος]], [[επιφυλακτικός]], [[σιωπηλός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐχέ-μῡθος, ον<br />restraining [[speech]], [[taciturn]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπό τό [[ἔχω]] + [[μῦθος]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[ἔχω]].
}}
}}

Latest revision as of 09:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέμῡθος Medium diacritics: ἐχέμυθος Low diacritics: εχέμυθος Capitals: ΕΧΕΜΥΘΟΣ
Transliteration A: echémythos Transliteration B: echemythos Transliteration C: echemythos Beta Code: e)xe/muqos

English (LSJ)

ἐχέμυθον, taciturn, in Sup., Suid.

German (Pape)

[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].

Greek Monotonic

ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.

Middle Liddell

ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπό τό ἔχω + μῦθος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.