κωλυσιεργός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kolysiergos
|Transliteration C=kolysiergos
|Beta Code=kwlusiergo/s
|Beta Code=kwlusiergo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hindering from work</b>, τοῦ φιλοσοφεῖν <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Protr.</span>21</span>.<b class="b3">κβ</b>.</span>
|Definition=κωλυσιεργόν, [[hindering from work]], τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.''Protr.''21. [[κβ]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωλῡσιεργός''': -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
|lstext='''κωλῡσιεργός''': -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.
}}
{{grml
|mltxt=-ό(ν) (Α [[κωλυσιεργός]], -όν)<br />αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη [[συντέλεση]] ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει [[κωλυσιεργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>κωλυσ</i>- του [[κωλύω]] ([[πρβλ]]. [[κώλυσις]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αγαθοεργός]], [[ανενεργός]]. Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]].
}}
}}

Latest revision as of 11:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῡσιεργός Medium diacritics: κωλυσιεργός Low diacritics: κωλυσιεργός Capitals: ΚΩΛΥΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: kōlysiergós Transliteration B: kōlysiergos Transliteration C: kolysiergos Beta Code: kwlusiergo/s

English (LSJ)

κωλυσιεργόν, hindering from work, τοῦ φιλοσοφεῖν Iamb.Protr.21. κβ.

German (Pape)

[Seite 1543] die Arbeit hindernd, störend, Iambl.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡσιεργός: -όν, κωλύων ἀπὸ τοῦ ἔργου, τοῦ φιλοσοφεῖν Ἰαμβλ. Προτρ. σ. 356 Kiessl.

Greek Monolingual

-ό(ν) (Α κωλυσιεργός, -όν)
αυτός που προβάλλει προσκόμματα στη συντέλεση ενός έργου, αυτός που εφαρμόζει κωλυσιεργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσις) + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθοεργός, ανενεργός. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.