ἀντιφεύγω: Difference between revisions

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
(6_20)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=antifeygo
|Transliteration C=antifeygo
|Beta Code=a)ntifeu/gw
|Beta Code=a)ntifeu/gw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flee</b> or <b class="b2">go into exile in turn</b>, ἀντί τινος <span class="bibl">E.<span class="title">El.</span>1091</span>.</span>
|Definition=[[flee]] or [[go into exile in turn]], ἀντί τινος E.''El.''1091.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[ir al destierro a su vez]] παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo</i> E.<i>El</i>.1091.
}}
{{bailly
|btext=[[être dans l'exil pour expier l'exil d'un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[φεύγω]].
}}
{{pape
|ptext=([[φεύγω]]), τινός, <i>an eines Andern [[Stelle]] in die [[Verbannung]] [[gehen]]</i>. Eur. <i>El</i>. 1091.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφεύγω:''' (вместо кого-л.) отправляться в изгнание ([[ἀντί]] τινος Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιφεύγω''': πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ [[φεύγω]] ὡς [[ἐξόριστος]] ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ [[πόσις]], καὶ [[οὔτε]] ἀντεξορίζεται [[οὗτος]] ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.
|lstext='''ἀντιφεύγω''': πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ [[φεύγω]] ὡς [[ἐξόριστος]] ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ [[πόσις]], καὶ [[οὔτε]] ἀντεξορίζεται [[οὗτος]] ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀντιφεύγω]] (Α)<br />εξορίζομαι για να τιμωρηθώ [[επειδή]] εξόρισα άδικα κάποιον [[άλλο]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφεύγω:''' μέλ. -[[φεύξομαι]], [[φεύγω]] για την [[εξορία]] με τη [[σειρά]] μου, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=to go [[into]] [[exile]] in [[turn]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιφεύγω Medium diacritics: ἀντιφεύγω Low diacritics: αντιφεύγω Capitals: ΑΝΤΙΦΕΥΓΩ
Transliteration A: antipheúgō Transliteration B: antipheugō Transliteration C: antifeygo Beta Code: a)ntifeu/gw

English (LSJ)

flee or go into exile in turn, ἀντί τινος E.El.1091.

Spanish (DGE)

ir al destierro a su vez παιδὸς ἀντὶ σοῦ a cambio del destierro de tu hijo E.El.1091.

French (Bailly abrégé)

être dans l'exil pour expier l'exil d'un autre.
Étymologie: ἀντί, φεύγω.

German (Pape)

(φεύγω), τινός, an eines Andern Stelle in die Verbannung gehen. Eur. El. 1091.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφεύγω: (вместо кого-л.) отправляться в изгнание (ἀντί τινος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφεύγω: πέμπομαι εἰς ἐξορίαν, ἢ φεύγω ὡς ἐξόριστος ἀντὶ ἄλλου, κοὔτ’ ἀντιφεύγει παιδὸς ἀντὶ σοῦ πόσις, καὶ οὔτε ἀντεξορίζεται οὗτος ὁ σύζυγός σου (ὁ Αἴγισθος) ὁ ἐξορίσας τὸν σὸν υἱὸν Ὀρέστην, Εὐρ. Ἠλ. 1091.

Greek Monolingual

ἀντιφεύγω (Α)
εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο.

Greek Monotonic

ἀντιφεύγω: μέλ. -φεύξομαι, φεύγω για την εξορία με τη σειρά μου, σε Ευρ.

Middle Liddell

to go into exile in turn, Eur.