Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀσάμινθος: Difference between revisions

From LSJ

Σαυτὸν φύλαττε τοῖς τροποῖς ἐλεύθερον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Bewahre deine Freiheit dir durch deine Art

Menander, Monostichoi, 485
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asaminthos
|Transliteration C=asaminthos
|Beta Code=a)sa/minqos
|Beta Code=a)sa/minqos
|Definition=[<b class="b3">ᾰσᾰ], ἡ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bathing-tub</b>, <b class="b3">ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα</b> having made sit in it, <span class="bibl">Od.10.361</span>; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ <span class="bibl">3.468</span>; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας <span class="bibl">Il.10.576</span>, al.; ἀργυρέας ἀ. <span class="bibl">Od.4.128</span>: rare in Att., <b class="b3">ἐξ ἀ. κύλικος λείβων</b> from a cup <b class="b2">as large as a bath</b>, <span class="bibl">Cratin.234</span>; later, <span class="bibl">Artem.1.56</span>, <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>29.37</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=[ᾰσᾰ], ἡ, [[bathing tub]], <b class="b3">ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα</b> having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., <b class="b3">ἐξ ἀ. κύλικος λείβων</b> from a cup [[as large as a bath]], Cratin.234; later, Artem.1.56, ''PStrassb.''29.37 (iii A. D.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου, ἡ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-σᾰ-]<br />[[bañera]], [[pila]], <i>Il</i>.10.576, <i>Od</i>.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera</i> Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.<i>H.Rel</i>.8.9<br /><b class="num"></b>[[pila]], [[pilón]], <i>PStras</i>.555.11 (III d.C.).<br /><b class="num">• Diccionario Micénico:</b> <i>a-sa-mi-to</i>.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. <i>nemsetu</i>, <i>namasitu</i> ‘[[lavabo]]’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de [[ἄκμων]] q.u.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0368.png Seite 368]] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br />[[baignoire]].<br />'''Étymologie:''' -νθος : mot préhell.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀσάμινθος:''' (ᾰσᾰ) ἡ [[бадья]], [[ванна]] Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσάμινθος''': ἡ, [[λουτήρ]], ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ [[δέμας]] ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ [[ἀσάμινθος]] δὲ [[ποτήριον]] ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.
|lstext='''ἀσάμινθος''': ἡ, [[λουτήρ]], ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ [[δέμας]] ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ [[ἀσάμινθος]] δὲ [[ποτήριον]] ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.
}}
{{Autenrieth
|auten=[[bath]]-[[tub]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσάμινθος]], η (Α)<br /><b>1.</b> η [[λεκάνη]] για το [[λούσιμο]] του σώματος, ο [[λουτήρας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από [[κύλικα]] [[μεγάλη]] σαν [[μπανιέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για [[δάνειο]] αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική [[μαζί]] με το [[αντικείμενο]] που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την [[υπόθεση]] οδηγεί τόσο η [[σημασία]] της, όσο και το [[επίθημα]] -<i>νθος</i>, το οποίο χαρακτηρίζει [[πολλά]] κύρια ονόματα, [[κατά]] το πλείστον τόπων ([[πρβλ]]. [[Κόρινθος]], <i>Όλυνθος</i> κ.ά, [[αλλά]] και προσηγορικά ([[πρβλ]]. [[λαβύρινθος]], [[μήρινθος]], [[πλίνθος]] <b>κ.ά.</b>), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. <i>asam</i> «[[δοχείο]] από άργιλλο για [[νερό]]», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. [[ασάμινθος]] [[είναι]] ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. [[λουτήριον]], [[μάκτρα]] κ.ά.].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ου () :<br />baignoire.<br />'''Étymologie:''' -νθος : mot préhell.
|lsmtext='''ἀσάμινθος:''' ἡ, [[μπανιέρα]], [[λουτήρας]], σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[bath-tub]] (Il.).<br />Dialectal forms: Myc. [[asamito]] /[[asaminthos]]/<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Substr. word with <b class="b3">νθ-</b>suffix, as in PlN [[Κόρινθος]], <b class="b3">῎Ολυνθος</b> etc.. (Chantr. Form. 371). - Gaerte PhW 1922, 888 and v. Blumenthal IF 48, 50 point to Sumer. [[asam]], Akk. <b class="b2">assammu(m)</b>, [[ansammum]] [[earthenware vase for water]]. Cf. further Alessio Stud. [[italfilclass]]. N. S. 20, 121ff.; Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Improb. speculations Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 657.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Deriv. [[unknown]].]<br />a bathing tub, Od.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀσάμινθος''': {asáminthos}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Badewanne]] (Hom., davon vereinzelt auch in der übrigen Lit.).<br />'''Etymology''': Ägäisches LW mit demselben νθ-Suffix wie in den vorgr. Ortsnamen [[Κόρινθος]], [[Ὄλυνθος]] usw. (Chantraine Formation 371, Schwyzer 510). Sonst unklar. — Gaerte PhW 1922, 888 und v. Blumenthal IF 48, 50 erinnern an sumer. babyl. ''asam'' [[Tongefäß für Wasser]], v. Blumenthal auch, u. zwar weit weniger überzeugend, an den Flußnamen und ON ''Asamus'', bzw. ''Anasamus'' in Moesia inferior. Auch die Anknüpfungen an verschiedene andere Namen bei Güntert Sb. Heidelb. 23: 1, 23f. und bei Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff. sind als sehr hypothetisch oder als irrig zu betrachten. Verfehlt ebenfalls Pisani Rend. Acc. Lincei 6: 5, 5f. Erklärung aus dem "Pelasgischen" bei van Windekens Le Pélasgique 3 usw. — Vgl. Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Ältere Versuche sind bei Bq registriert.<br />'''Page''' 1,160
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσάμινθος Medium diacritics: ἀσάμινθος Low diacritics: ασάμινθος Capitals: ΑΣΑΜΙΝΘΟΣ
Transliteration A: asáminthos Transliteration B: asaminthos Transliteration C: asaminthos Beta Code: a)sa/minqos

English (LSJ)

[ᾰσᾰ], ἡ, bathing tub, ἔς ῥ' ἀσάμινθον ἕσασα having made sit in it, Od.10.361; ἔκ ῥ' ἀ. βῆ 3.468; ἔς ῥ' ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας Il.10.576, al.; ἀργυρέας ἀ. Od.4.128: rare in Att., ἐξ ἀ. κύλικος λείβων from a cup as large as a bath, Cratin.234; later, Artem.1.56, PStrassb.29.37 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ου, ἡ
• Prosodia: [-σᾰ-]
bañera, pila, Il.10.576, Od.3.468, 4.48, 128, ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων echando agua de una copa que es como una bañera Cratin.252, cf. Artem.1.56, Thdt.H.Rel.8.9
pila, pilón, PStras.555.11 (III d.C.).
• Diccionario Micénico: a-sa-mi-to.
• Etimología: Etim. dud. Prob. préstamo de una lengua oriental. Quizá rel. acad. nemsetu, namasitulavabo’; tb. se ha propuesto origen pelásgico, de la raíz de ἄκμων q.u.

German (Pape)

[Seite 368] ἡ, Badewanne, Hom. Iliad. 10, 576 Od. 3, 468. 4, 48. 128. 8, 450. 456. 10, 361. 17, 87. 90. 23, 163. 24, 370; Soph. frg. 213; einzeln bei Sp.; – ein Becher, Cratin. Poll. 6, 98.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
baignoire.
Étymologie: -νθος : mot préhell.

Russian (Dvoretsky)

ἀσάμινθος: (ᾰσᾰ) ἡ бадья, ванна Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσάμινθος: ἡ, λουτήρ, ἔς ῥ’ ἀσάμινθον ἕσασα λό’ ἐκ τρίποδος μεγάλοιο, καθίσασα ἐντὸς τοῦ λουτῆρος ἐλούετο ἐκ... κτλ., Ὀδ. Κ. 361· ἔκ ῥ’ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος Γ. 468· ἔς ῥ’ ἀσαμίνθους βάντες ἐϋξέστας λούσαντο Ἰλ. Κ. 576, κ. ἀλλ.· ἀργυρέας ἀσαμίνθους Ὀδ. Δ. 128· σπάνιον παρ’ Ἀττ., Κρατῖν. ἐν «Χείρωσιν» 13· «καὶ ἀσάμινθος δὲ ποτήριον ἂν εἴη, ὡς Ὅμηρός τε μηνύει Τηλεμάχου διδόντος Μενέλεῳ δύ’ ἀσαμίνθους, καὶ Κρατῖνος ἐν Χείρωσιν, «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος λείβων» Πολυδ. Ϛ΄, 98, πρβλ. καὶ Ι΄, 64, ἴδε καὶ Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

bath-tub.

Greek Monolingual

ἀσάμινθος, η (Α)
1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας
2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» — από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί με το αντικείμενο που δηλώνει η λ. Σ' αυτή την υπόθεση οδηγεί τόσο η σημασία της, όσο και το επίθημα -νθος, το οποίο χαρακτηρίζει πολλά κύρια ονόματα, κατά το πλείστον τόπων (πρβλ. Κόρινθος, Όλυνθος κ.ά, αλλά και προσηγορικά (πρβλ. λαβύρινθος, μήρινθος, πλίνθος κ.ά.), τα οποία θεωρούνται δάνεια προελληνικής προελεύσεως. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το σουμερ.-βαβυλ. asam «δοχείο από άργιλλο για νερό», ενώ όλες οι άλλες υποθέσεις δεν φαίνονται ικανοποιητικές. Η λ. ασάμινθος είναι ομηρική και δεν χρησιμοποιείται στην αττική διάλεκτο, όπου έχει αντικατασταθεί από τις λ. λουτήριον, μάκτρα κ.ά.].

Greek Monotonic

ἀσάμινθος: ἡ, μπανιέρα, λουτήρας, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: bath-tub (Il.).
Dialectal forms: Myc. asamito /asaminthos/
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Substr. word with νθ-suffix, as in PlN Κόρινθος, ῎Ολυνθος etc.. (Chantr. Form. 371). - Gaerte PhW 1922, 888 and v. Blumenthal IF 48, 50 point to Sumer. asam, Akk. assammu(m), ansammum earthenware vase for water. Cf. further Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff.; Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Improb. speculations Szemerényi, Gnomon 43, 1971, 657.

Middle Liddell

[Deriv. unknown.]
a bathing tub, Od.

Frisk Etymology German

ἀσάμινθος: {asáminthos}
Grammar: f.
Meaning: Badewanne (Hom., davon vereinzelt auch in der übrigen Lit.).
Etymology: Ägäisches LW mit demselben νθ-Suffix wie in den vorgr. Ortsnamen Κόρινθος, Ὄλυνθος usw. (Chantraine Formation 371, Schwyzer 510). Sonst unklar. — Gaerte PhW 1922, 888 und v. Blumenthal IF 48, 50 erinnern an sumer. babyl. asam Tongefäß für Wasser, v. Blumenthal auch, u. zwar weit weniger überzeugend, an den Flußnamen und ON Asamus, bzw. Anasamus in Moesia inferior. Auch die Anknüpfungen an verschiedene andere Namen bei Güntert Sb. Heidelb. 23: 1, 23f. und bei Alessio Stud. italfilclass. N. S. 20, 121ff. sind als sehr hypothetisch oder als irrig zu betrachten. Verfehlt ebenfalls Pisani Rend. Acc. Lincei 6: 5, 5f. Erklärung aus dem "Pelasgischen" bei van Windekens Le Pélasgique 3 usw. — Vgl. Kretschmer Glotta 20, 25l; 22, 253. Ältere Versuche sind bei Bq registriert.
Page 1,160