ἡνιοχέω: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=iniocheo
|Transliteration C=iniocheo
|Beta Code=h(nioxe/w
|Beta Code=h(nioxe/w
|Definition=Lacon. ἀνιοχίω (v. <b class="b3">ἀνιοχίων</b>), prose form of <b class="b3">ἡνιοχεύω</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hold the reins</b>, <b class="b3">ἀνωτέρω, . . κατωτέρω ταῖς χερσίν</b> higher up or lower down, i.e. longer or shorter, <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>7.10</span>: c. acc., <b class="b2">drive</b>, ἅρματα <span class="bibl">Hdt.4.193</span>; λέοντας <span class="bibl">Luc.<span class="title">DDeor.</span>12.2</span>: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1022</span>; τὴν διάνοιαν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Am.</span>37</span>; <b class="b3">ἔθνεα . . φρεσὶν ἡ</b>. <span class="title">Epigr.Gr.</span>922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης <span class="bibl">Lib.<span class="title">Ep.</span>987.5</span>; <b class="b3">βασιλεύει καὶ ἡ</b>. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>246b</span>:—Pass., <b class="b2">to be guided</b>, ib.<span class="bibl">253d</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>6.1.29</span>: metaph., of the months, <b class="b2">AP7</b><span class="bibl">7.482</span>.</span>
|Definition=Lacon. [[ἀνιοχίω]] (v. [[ἀνιοχίων]]), prose form of [[ἡνιοχεύω]], [[hold the reins]], <b class="b3">ἀνωτέρω,.. κατωτέρω ταῖς χερσίν</b> higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.''Eq.''7.10: c. acc., [[drive]], ἅρματα [[Herodotus|Hdt.]]4.193; λέοντας Luc.''DDeor.''12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.''V.''1022; τὴν διάνοιαν Luc.''Am.''37; <b class="b3">ἔθνεα.. φρεσὶν ἡ.</b> ''Epigr.Gr.''922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.''Ep.''987.5; <b class="b3">βασιλεύει καὶ ἡ.</b> Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedrus|Phdr.]]''246b:—Pass., [[ἡνιοχοῦμαι]] to [[be guided]], ib.253d, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ [[ἄρχων]] ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., [[ἵππος]] [[ἄπληκτος]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1172.png Seite 1172]] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ [[ἄρχων]] ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., [[ἵππος]] [[ἄπληκτος]] κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).
}}
{{bailly
|btext=[[ἡνιοχῶ]] :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχέω:''' дор. ἁνιοχέω<br /><b class="num">1</b> [[управлять вожжами]], [[править]] (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι [[μόνον]] καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;<br /><b class="num">2</b> [[управлять]], [[направлять]] (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως [[μετὰ]] γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
|lstext='''ἡνιοχέω''': πεζὸς [[τύπος]] τοῦ [[ἡνιοχεύω]], κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., [[ἐλαύνω]], ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, [[αὐτόθι]] 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> tenir les rênes, conduire un char;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> conduire <i>ou</i> diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; <i>avec le gén.</i> συνωρίδος PLAT un attelage ; <i>fig.</i> τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἡνίοχος]].
|lsmtext='''ἡνιοχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πεζός]] [[τύπος]] του [[ἡνιοχεύω]],<br /><b class="num">1.</b> [[κρατώ]] τα χαλινάρια, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., [[οδηγώ]], [[κατευθύνω]], σε Ηρόδ.· μεταφορ., [[διευθύνω]], σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡνιοχέω]], [[prose]] [[form]] of [[ἡνιοχεύω]],]<br /><b class="num">1.</b> to [[hold]] the [[reins]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. to [[drive]], [[guide]], Hdt.: metaph. to [[direct]], Ar.:—Pass. to be guided, Xen.
}}
}}

Latest revision as of 18:46, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡνιοχέω Medium diacritics: ἡνιοχέω Low diacritics: ηνιοχέω Capitals: ΗΝΙΟΧΕΩ
Transliteration A: hēniochéō Transliteration B: hēniocheō Transliteration C: iniocheo Beta Code: h(nioxe/w

English (LSJ)

Lacon. ἀνιοχίω (v. ἀνιοχίων), prose form of ἡνιοχεύω, hold the reins, ἀνωτέρω,.. κατωτέρω ταῖς χερσίν higher up or lower down, i.e. longer or shorter, X.Eq.7.10: c. acc., drive, ἅρματα Hdt.4.193; λέοντας Luc.DDeor.12.2: metaph., Μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar.V.1022; τὴν διάνοιαν Luc.Am.37; ἔθνεα.. φρεσὶν ἡ. Epigr.Gr.922 (Emesa); τῆς ἱερᾶς κεφαλῆς τῆς πάντα -ούσης Lib.Ep.987.5; βασιλεύει καὶ ἡ. Plu.2.155a: rarely c. gen., συνωρίδος Pl.Phdr.246b:—Pass., ἡνιοχοῦμαι to be guided, ib.253d, X.Cyr.6.1.29: metaph., of the months, AP77.482.

German (Pape)

[Seite 1172] später übliche Form für das Vorige; οὐκ ἀλλοτρίων, ἀλλ' οἰκείων μουσῶν στόμαθ' ἡνιοχήσας Ar. Vesp. 1022; ἡνιοχεῦσι τὰ ἅρματα ἐς τὸν πόλεμον Her. 4, 193; c. gen., ἡμῶν ὁ ἄρχων ξυνωρίδος ἡνιοχεῖ Plat. Phaedr. 246 b; pass., ἵππος ἄπληκτος κελεύματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται 253 d; öfter bei Sp.; übertr., lenken, regieren, Μουσῶν στόματα Ar. Vesp. 1022, αὐτούς Luc. D. D. 12, 2; Anth., μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Ep. ad. 646 (VII, 482).

French (Bailly abrégé)

ἡνιοχῶ :
1 abs. tenir les rênes, conduire un char;
2 tr. conduire ou diriger au moyen de rênes : ἅρματα HDT des chars ; avec le gén. συνωρίδος PLAT un attelage ; fig. τὴν διάνοιαν LUC diriger la pensée (de qqn).
Étymologie: ἡνίοχος.

Russian (Dvoretsky)

ἡνιοχέω: дор. ἁνιοχέω
1 управлять вожжами, править (ἅρματα Her.; συνωρίδος Plat.; λέοντας Luc.): κελεύσματι μόνον καὶ λόγῳ ἡνιοχεῖται Plat. (хороший конь) слушается одного лишь словесного убеждения;
2 управлять, направлять (Μουσῶν στόματα Arph.; διάνοιαν Luc.): σελάνας τριετεῖς μηνῶν ἁνιοχεῦντο δρόμοι Anth. исполнилось три года.

Greek (Liddell-Scott)

ἡνιοχέω: πεζὸς τύπος τοῦ ἡνιοχεύω, κρατῶ τὰς ἡνίας, ἀνωτέρω, … κατωτέρω ταῖς χερσίν, ὑψηλότερα, χαμηλότερα, Ξεν. Ἱππ. 7, 10· μετ’ αἰτ., ἐλαύνω, ὁδηγῶ, ἅρματα Ἡρόδ. 4. 193· λέοντας Λουκ. Θεῶν Διαλ. 12. 2· μεταφ., Μουσῶν στόμαθ’ ἡνιοχήσας Ἀριστοφ. Σφηξ. 1022· τὴν διάνοιαν Λουκ. Ἔρωσ. 37· ἔθνεα … φρεσὶν ἡν Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 922· σπανίως μετὰ γεν., ἡμῶν Πλάτ. Φαίδρ. 246Β· παθ., διευθύνομαι, ὁδηγοῦμαι, αὐτόθι 253D, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 29, Ἀνθ. Π. 7. 482.

Greek Monotonic

ἡνιοχέω: μέλ. -ήσω, πεζός τύπος του ἡνιοχεύω,
1. κρατώ τα χαλινάρια, σε Ξεν.
2. με αιτ., οδηγώ, κατευθύνω, σε Ηρόδ.· μεταφορ., διευθύνω, σε Αριστοφ. — Παθ., κατευθύνομαι, οδηγούμαι, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἡνιοχέω, prose form of ἡνιοχεύω,]
1. to hold the reins, Xen.
2. c. acc. to drive, guide, Hdt.: metaph. to direct, Ar.:—Pass. to be guided, Xen.