ἀνασφάλλω: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anasfallo
|Transliteration C=anasfallo
|Beta Code=a)nasfa/llw
|Beta Code=a)nasfa/llw
|Definition=fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -σφαλῶ <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>17.6.5</span> (v.l. [[-σφῆλαι]]), intr., <b class="b2">rise from a fall</b> or <b class="b2">illness, recover</b>, συμπτώματος ἀνασφῆλαι <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ax.</span>364c</span>; <b class="b3">ἐκ τῆς νόσου</b> Nic.Dam.<span class="bibl">p.98D.</span>, cf. <span class="bibl">Babr.75.9</span>; νόσου καὶ πόνων <span class="bibl">Id.78.3</span>, cf. <span class="bibl">D.Chr.34.5</span>; ἐκ κακῶν <span class="bibl">Luc.<span class="title">Abd.</span>32</span>: abs., J.l.c.</span>
|Definition=fut. ἀνασφαλῶ J.''AJ''17.6.5 ([[varia lectio|v.l.]] ἀνασφῆλαι), intr., [[rise from a fall]] or [[illness]], [[recover]], συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.''Ax.''364c; <b class="b3">ἐκ τῆς νόσου</b> Nic.Dam.p.98D., cf. Babr.75.9; νόσου καὶ πόνων Id.78.3, cf. D.Chr.34.5; ἐκ κακῶν Luc.''Abd.''32: abs., J.l.c.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> en cuanto a la salud [[convalecer]], [[sanar]] c. gen. συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.<i>Ax</i>.364c, ἐκ (τῆς) νόσου Nic.Dam.<i>Vit.Caes</i>.21, cf. <i>POxy</i>.939.5 (IV d.C.), Babr.75.9, 78.3, ἐκ κακῶν Luc.<i>Abd</i>.32<br /><b class="num">•</b>abs. Aristaenet.1.10.86, I.<i>AI</i> 17.171, D.C.51.14.3.<br /><b class="num">2</b> en sent. económico y social [[recuperarse]], [[restablecerse]], <i>POxy</i>.2713.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0210.png Seite 210]] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνασφαλῶ, <i>ao.</i> ἀνέσφηλα;<br />se relever d'une chute : ἐκ νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d'une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σφάλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνασφάλλω:''' вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνασφάλλω''': μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε [[σφάλλω]]), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, [[ἀναλαμβάνω]], συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, [[ἀναστάς]], ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.
|lstext='''ἀνασφάλλω''': μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε [[σφάλλω]]), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, [[ἀναλαμβάνω]], συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, [[ἀναστάς]], ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=<i>f.</i> ἀνασφαλῶ, <i>ao.</i> ἀνέσφηλα;<br />se relever d’une chute : [[ἐκ]] νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d’une maladie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[σφάλλω]].
|mltxt=[[ἀνασφάλλω]] (Α)<br /><b>(αμτβ.)</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι [[μετά]] από [[πέσιμο]]<br /><b>2.</b> [[συνέρχομαι]] από [[αρρώστια]], [[αναλαμβάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνασφάλλω:''' μέλ. <i>-σφᾰλῶ</i>, αμτβ., ανασηκώνομαι [[μετά]] από [[πτώση]] ή [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Βάβρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=intr., to [[rise]] from a [[fall]] or [[illness]], to [[recover]], Babr.
}}
}}

Latest revision as of 11:50, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνασφάλλω Medium diacritics: ἀνασφάλλω Low diacritics: ανασφάλλω Capitals: ΑΝΑΣΦΑΛΛΩ
Transliteration A: anasphállō Transliteration B: anasphallō Transliteration C: anasfallo Beta Code: a)nasfa/llw

English (LSJ)

fut. ἀνασφαλῶ J.AJ17.6.5 (v.l. ἀνασφῆλαι), intr., rise from a fall or illness, recover, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c; ἐκ τῆς νόσου Nic.Dam.p.98D., cf. Babr.75.9; νόσου καὶ πόνων Id.78.3, cf. D.Chr.34.5; ἐκ κακῶν Luc.Abd.32: abs., J.l.c.

Spanish (DGE)

1 en cuanto a la salud convalecer, sanar c. gen. συμπτώματος ἀνασφῆλαι Pl.Ax.364c, ἐκ (τῆς) νόσου Nic.Dam.Vit.Caes.21, cf. POxy.939.5 (IV d.C.), Babr.75.9, 78.3, ἐκ κακῶν Luc.Abd.32
abs. Aristaenet.1.10.86, I.AI 17.171, D.C.51.14.3.
2 en sent. económico y social recuperarse, restablecerse, POxy.2713.18.

German (Pape)

[Seite 210] sich von einem Fall aufrichten, sich von einer Krankheit erholen, genesen, συμπτώματος Plat. Ax. 364 c; νόσου με ἀνασφῆλαι Babr. 78, 3; ἐκ νόσου, ἐκ κακῶν, Sp.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνασφαλῶ, ao. ἀνέσφηλα;
se relever d'une chute : ἐκ νόσου BABR, νόσου BABR se remettre d'une maladie.
Étymologie: ἀνά, σφάλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνασφάλλω: вновь подниматься, (п)оправляться (συμπτώματος Plat.; νόσου и ἐκ νόσου Babr.; ἐκ κακῶν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνασφάλλω: μέλλ. ἀνασφαλλῶ (ἴδε σφάλλω), ἀμετάβ., ἐγείρομαι ἀπὸ πτώσεως ἢ νόσου, ἀναλαμβάνω, συμπτώματος ἀνασφῆλαι Πλάτ. Ἀξ. 264C· ἐκ νόσου Βαβρ. 75. 9· νόσου καὶ πόνων 78. 3· «ἀνασφήλας: ὑγιάνας, ἀνανήψας, ἀναστάς, ἀνελθὼν» καὶ «ἀνέσφηλεν: ἀνέζησεν» Ἡσύχ., Α. Β. Σουΐδ., κτλ.· ― ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 492.

Greek Monolingual

ἀνασφάλλω (Α)
(αμτβ.)
1. σηκώνομαι μετά από πέσιμο
2. συνέρχομαι από αρρώστια, αναλαμβάνω.

Greek Monotonic

ἀνασφάλλω: μέλ. -σφᾰλῶ, αμτβ., ανασηκώνομαι μετά από πτώση ή αρρώστια, αναρρώνω, σε Βάβρ.

Middle Liddell

intr., to rise from a fall or illness, to recover, Babr.