παρήγορος: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(Bailly1_4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=parigoros | |Transliteration C=parigoros | ||
|Beta Code=parh/goros | |Beta Code=parh/goros | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[παραγορος]], ον, ([[ἀγορεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[consoling]], [[soothing]], μῦθοι A.R.1.479: as [[substantive]], [[comforter]], S.''El.'' 229 (lyr.), ''Epigr.Gr.''344; [[Παρήγορος]], ἡ, personified, Paus. 1.43.6.<br><span class="bld">2</span> c. gen., <b class="b3">π. δίψης καὶ λιμοῦ</b> [[assuaging]] them, M.Ant.(?) ap.Justin.M.''Apol.''1.71. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] zuredend, ermunternd, tröstend; Soph. El. 224; Ap. Rh. 1, 479; παίγνια, Agath. 23 (V, 297); auch in später Prosa; – ἡ Παρήγορος, die Göttinn der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0520.png Seite 520]] zuredend, ermunternd, tröstend; Soph. El. 224; Ap. Rh. 1, 479; παίγνια, Agath. 23 (V, 297); auch in später Prosa; – ἡ Παρήγορος, die Göttinn der Überredung, [[Πειθώ]], Paus. 1, 43, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui exhorte, qui console ; ὁ [[παρήγορος]] SOPH consolateur.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀγορεύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παρήγορος -ον, Dor. παρᾱ́γορος [[[παρά]], [[ἀγορεύω]]] [[troostend]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρήγορος:''' дор. [[παράγορος]] (ρᾱ) ὁ [[утешитель]], [[увещеватель]] Soph. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[παρήγορος]] και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Α<br />αυτός που απαλύνει τον [[ψυχικό]] πόνο και επιφέρει [[ηρεμία]] και [[αισιοδοξία]] στην [[ψυχή]], [[παραμυθητικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική [[κατάσταση]] («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῦ», Μάρκ. Αυρ.)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[παρήγορος]]<br />αυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Παρήγορος</i><br />[[προσωποποίηση]] θεότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ήγορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγορά]]), <b>πρβλ.</b> <i>κατ</i>-<i>ήγορος</i>, <i>συν</i>-<i>ήγορος</i>, με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -<i>ήγορος</i>, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. της λ. [[αγορά]] «[[συνάθροιση]]» [[αλλά]] τη σημ. του [[αγορεύω]] «[[μιλώ]]»]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρήγορος:''' Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον ([[ἀγορεύω]]), [[παρήγορος]], [[παρηγορητικός]], [[ενθαρρυντικός]], και ως ουσ., [[παρηγορητής]], σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρήγορος''': Δωρ. παρᾱγ-, ον, (ἀγορεύων) [[παρηγορητικός]], [[πραϋντικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 479· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ παρηγορῶν, ὁ παραμυθούμενος, Σοφ. Ἠλ. 229, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 344· καὶ Παρήγορος, ἡ, [[θεότης]], ὡς τὸ [[Πειθώ]], Παυσ. 1. 43, 6. 2) | |lstext='''παρήγορος''': Δωρ. παρᾱγ-, ον, (ἀγορεύων) [[παρηγορητικός]], [[πραϋντικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 479· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ παρηγορῶν, ὁ παραμυθούμενος, Σοφ. Ἠλ. 229, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 344· καὶ Παρήγορος, ἡ, [[θεότης]], ὡς τὸ [[Πειθώ]], Παυσ. 1. 43, 6. 2) μετὰ γενικ., π. δίψης καὶ λιμοῦ, καταπραΰνων, καταπαύων, Μ. Ἀντων. (;) ἐν Ἰουστ. Μαρτ. Ἀπολ. 1. 71. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ἀγορεύω]]<br />[[consoling]], and as [[substantive]] a comforter, Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:33, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. παραγορος, ον, (ἀγορεύω)
A consoling, soothing, μῦθοι A.R.1.479: as substantive, comforter, S.El. 229 (lyr.), Epigr.Gr.344; Παρήγορος, ἡ, personified, Paus. 1.43.6.
2 c. gen., π. δίψης καὶ λιμοῦ assuaging them, M.Ant.(?) ap.Justin.M.Apol.1.71.
German (Pape)
[Seite 520] zuredend, ermunternd, tröstend; Soph. El. 224; Ap. Rh. 1, 479; παίγνια, Agath. 23 (V, 297); auch in später Prosa; – ἡ Παρήγορος, die Göttinn der Überredung, Πειθώ, Paus. 1, 43, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui exhorte, qui console ; ὁ παρήγορος SOPH consolateur.
Étymologie: παρά, ἀγορεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρήγορος -ον, Dor. παρᾱ́γορος [παρά, ἀγορεύω] troostend.
Russian (Dvoretsky)
παρήγορος: дор. παράγορος (ρᾱ) ὁ утешитель, увещеватель Soph.
Greek Monolingual
-η, -ο / παρήγορος και δωρ. τ. παράγορος, -ον, Α
αυτός που απαλύνει τον ψυχικό πόνο και επιφέρει ηρεμία και αισιοδοξία στην ψυχή, παραμυθητικός
αρχ.
1. αυτός που μειώνει ή εξουδετερώνει μια αρνητική κατάσταση («παρήγοροι δίψης καὶ λιμοῦ», Μάρκ. Αυρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήγορος
αυτός που ενθαρρύνει ή ενισχύει κάποιον
3. το θηλ. ως ουσ. ἡ Παρήγορος
προσωποποίηση θεότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. κατ-ήγορος, συν-ήγορος, με έκταση λόγω συνθέσεως. Το συνθ. αυτό, όπως και άλλα συνθ. σε -ήγορος, παρουσιάζει το χαρακτηριστικό ότι δεν έχει τη σημ. της λ. αγορά «συνάθροιση» αλλά τη σημ. του αγορεύω «μιλώ»].
Greek Monotonic
παρήγορος: Δωρ. παρ-ᾱγ-, -ον (ἀγορεύω), παρήγορος, παρηγορητικός, ενθαρρυντικός, και ως ουσ., παρηγορητής, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παρήγορος: Δωρ. παρᾱγ-, ον, (ἀγορεύων) παρηγορητικός, πραϋντικός, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 479· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ παρηγορῶν, ὁ παραμυθούμενος, Σοφ. Ἠλ. 229, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 344· καὶ Παρήγορος, ἡ, θεότης, ὡς τὸ Πειθώ, Παυσ. 1. 43, 6. 2) μετὰ γενικ., π. δίψης καὶ λιμοῦ, καταπραΰνων, καταπαύων, Μ. Ἀντων. (;) ἐν Ἰουστ. Μαρτ. Ἀπολ. 1. 71.
Middle Liddell
ἀγορεύω
consoling, and as substantive a comforter, Soph.