ἄσωστος: Difference between revisions

From LSJ

οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!

Source
(Bailly1_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=asostos
|Transliteration C=asostos
|Beta Code=a)/swstos
|Beta Code=a)/swstos
|Definition=ον, (σῴζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">not to be saved, past recovery</b>, ἄσωστά οἵ ἐστιν <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>13.7</span>, <span class="bibl"><span class="title">PFay.</span>12.24</span> (ii B. C.). Adv. <b class="b3">-τως, διατίθεσθαι, ἔχειν</b>, Dsc.2.141, Gal.15.753.</span>
|Definition=ἄσωστον, ([[σῴζω]]) [[not to be saved]], [[past recovery]], ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.''NA''13.7, ''PFay.''12.24 (ii B. C.). Adv. [[ἀσώστως]], διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num"></b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num"></b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut sauver.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σῴζω]].
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on ne peut sauver]].<br />'''Étymologie:''' [[]], [[σῴζω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσωστος Medium diacritics: ἄσωστος Low diacritics: άσωστος Capitals: ΑΣΩΣΤΟΣ
Transliteration A: ásōstos Transliteration B: asōstos Transliteration C: asostos Beta Code: a)/swstos

English (LSJ)

ἄσωστον, (σῴζω) not to be saved, past recovery, ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA13.7, PFay.12.24 (ii B. C.). Adv. ἀσώστως, διατίθεσθαι, ἔχειν, Dsc.2.141, Gal.15.753.

Spanish (DGE)

-ον
1 insalvable, perdido de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho Fr.66, cf. Clem.Al.Paed.2.1.7
incurable (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.NA 13.7
neutr. plu. como adv. sin salvación de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.Au.3.1.
2 adv. -ως en estado desesperado, sin salvación διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753.

German (Pape)

[Seite 382] unrettbar, Plut. Ale. 3; Ael. H. A. 13, 8. S. ἄσωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on ne peut sauver.
Étymologie: , σῴζω.

Greek Monolingual

και ανέσωστος και άσωτος, -η, -ο (AM ἄσωστος, -ον) σώζω
νεοελλ.
1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος
2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος
3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί
4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς, απλησίαστος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, αθεράπευτος
2. αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο.