κακομηχανία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakomichania
|Transliteration C=kakomichania
|Beta Code=kakomhxani/a
|Beta Code=kakomhxani/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">practising of base arts, mischief</b>, Luc.<span class="title">Phal.</span>1.12, Adam.1.5.</span>
|Definition=ἡ, [[practising of base arts]], [[mischief]], Luc.''Phal.''1.12, Adam.1.5.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1301.png Seite 1301]] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[odieuse machination]].<br />'''Étymologie:''' [[κακομήχανος]].
}}
{{elnl
|elnltext=κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] [[misdadigheid]].
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ [[коварный образ действий]], [[коварство]], [[козни]] Luc.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακομηχανία]], ἡ (AM) [[κακομηχανώ]]<br />το να μηχανεύεται [[κάποιος]] κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, [[δολιότητα]], [[πανουργία]] («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκομηχᾰνία:''' ἡ, [[εξάσκηση]] ευτελών πρακτικών, [[ενασχόληση]] με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''κακομηχᾰνία''': ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκομηχᾰνία, ἡ,<br />a practising of [[base]] arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]
}}
}}

Latest revision as of 11:46, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκομηχᾰνία Medium diacritics: κακομηχανία Low diacritics: κακομηχανία Capitals: ΚΑΚΟΜΗΧΑΝΙΑ
Transliteration A: kakomēchanía Transliteration B: kakomēchania Transliteration C: kakomichania Beta Code: kakomhxani/a

English (LSJ)

ἡ, practising of base arts, mischief, Luc.Phal.1.12, Adam.1.5.

German (Pape)

[Seite 1301] ἡ, erfinderische Bosheit, arglistige Handlungsweise, Luc. Phalar. 1, 12 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
odieuse machination.
Étymologie: κακομήχανος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακομηχανία -ας, ἡ [κακομήχανος] misdadigheid.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκομηχᾰνία:коварный образ действий, коварство, козни Luc.

Greek Monolingual

κακομηχανία, ἡ (AM) κακομηχανώ
το να μηχανεύεται κάποιος κακές τέχνες, το να επινοεί συμφορές, δολιότητα, πανουργία («τὴν κακομηχανίαν τοῦ ἀνδρὸς καὶ τὴν ἐπίνοιαν ἐμίσησα», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κᾰκομηχᾰνία: ἡ, εξάσκηση ευτελών πρακτικών, ενασχόληση με ταπεινά τεχνάσματα, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κακομηχᾰνία: ἡ, τὸ μηχανᾶσθαι κακά, Λουκ. Φάλαρ. 1. 12, Πολέμων ἐν Φυσιογν. σ. 185.

Middle Liddell

κᾰκομηχᾰνία, ἡ,
a practising of base arts, Luc. [from κᾰκομήχᾰνος]