τίποτε: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(Bailly1_5)
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch?
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1117.png Seite 1117]] was denn? warum doch?
}}
{{bailly
|btext=v. [[τίπτε]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
|lstext='''τίποτε''': ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί [[τάχα]]; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ [[τέκνον]]; οὐ [[μανθάνω]], τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ [[τέκνον]]; δὲν σὲ [[καταλαμβάνω]], Σοφ. Φιλ. 914, 1089.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=v. [[τίπτε]].
|mltxt=και [[τίποτα]] και [[τίποτις]] και τίποτσι και [[τίβοτας]] και τίβοτις και τίβοτσι και [[τίοτα]] και τίοτις Ν<br /><b>άκλ.</b> (αόρ. αντων.)<br /><b>1.</b> (γενικά) [[κάτι]] (α. «έμαθες [[τίποτε]];» β. «έχεις [[τίποτε]] [[ψιλά]] [[πάνω]] σου;»)<br /><b>2.</b> [[κάτι]] σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη [[τίποτε]];»)<br /><b>3.</b> (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, [[ούτε]] το ελάχιστο («δεν απάντησε [[τίποτε]]»)<br /><b>4.</b> χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική [[απάντηση]] σε εκφράσεις όπως: [[ευχαριστώ]] ή [[συγγνώμη]] («[[ευχαριστώ]] για το [[δώρο]] σου — [[παρακαλώ]]<br />[[τίποτε]]»)<br /><b>5.</b> (με το ουδ. άρθρ.) το [[τίποτε]]<br />το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το [[τίποτε]]»)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλο]] [[τίποτε]]» — [[πάρα]] πολύ, με το [[παραπάνω]] («από δουλειά; [[άλλο]] [[τίποτε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. <i>τί ποτε</i> «τι [[άραγε]], τι [[τάχα]]» <b>βλ. λ.</b> Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει [[κάτι]], [[οτιδήποτε]] ή [[κάτι]] σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, [[ούτε]] το ελάχιστο». Ο τ. [[τίποτα]] σχηματίστηκε από τον [[τίποτε]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>α</i> (<b>πρβλ.</b> [[σήμερον]]: [[σήμερα]]) και ο τ. [[τίποτις]] [[κατά]] τα επιρρ. σε -<i>ις</i> (<b>πρβλ.</b> [[νωρίς]]). Οι τ., [[τέλος]], <i>τίποτσι</i>, [[τίβοτας]], [[τίοτα]] [[είναι]] διαλεκτικοί].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίποτε:''' ή [[τίποτε]]; τί ή [[γιατί]], πες μου; Λατ. [[quid]] [[tandem]]?σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τίποτε]], or τί ποτε; [[what]] or why, [[tell]] me? Lat. [[quid]] [[tandem]]? Soph.
}}
}}

Latest revision as of 11:25, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 1117] was denn? warum doch?

French (Bailly abrégé)

v. τίπτε.

Greek (Liddell-Scott)

τίποτε: ἢ τί ποτε; τί ἆρα, τί τάχα; quid tandem? τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; οὐ μανθάνω, τί θέλεις νὰ εἴπῃς, ὦ τέκνον; δὲν σὲ καταλαμβάνω, Σοφ. Φιλ. 914, 1089.

Greek Monolingual

και τίποτα και τίποτις και τίποτσι και τίβοτας και τίβοτις και τίβοτσι και τίοτα και τίοτις Ν
άκλ. (αόρ. αντων.)
1. (γενικά) κάτι (α. «έμαθες τίποτε;» β. «έχεις τίποτε ψιλά πάνω σου;»)
2. κάτι σπουδαίο, σημαντικό, άξιο λόγου («συνέβη τίποτε;»)
3. (σε αρνητ. φρ.) κανένα απολύτως, ούτε το ελάχιστο («δεν απάντησε τίποτε»)
4. χρησιμοποιείται ως φιλοφρονητική απάντηση σε εκφράσεις όπως: ευχαριστώ ή συγγνώμηευχαριστώ για το δώρο σου — παρακαλώ
τίποτε»)
5. (με το ουδ. άρθρ.) το τίποτε
το ελάχιστο, το παραμικρό («αρπάζεται με το τίποτε»)
6. φρ. «άλλο τίποτε» — πάρα πολύ, με το παραπάνω («από δουλειά; άλλο τίποτε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τί ποτε «τι άραγε, τι τάχα» βλ. λ. Ο τ., ήδη από τη Μεσαιωνική, χρησιμοποιήθηκε με αόρ. σημ. για να δηλώσει κάτι, οτιδήποτε ή κάτι σπουδαίο και με αρνητ. σημ. «κανένα, ούτε το ελάχιστο». Ο τ. τίποτα σχηματίστηκε από τον τίποτε κατά τα επιρρ. σε -α (πρβλ. σήμερον: σήμερα) και ο τ. τίποτις κατά τα επιρρ. σε -ις (πρβλ. νωρίς). Οι τ., τέλος, τίποτσι, τίβοτας, τίοτα είναι διαλεκτικοί].

Greek Monotonic

τίποτε: ή τίποτε; τί ή γιατί, πες μου; Λατ. quid tandem?σε Σοφ.

Middle Liddell

τίποτε, or τί ποτε; what or why, tell me? Lat. quid tandem? Soph.