Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὔλημα: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
(Bailly1_1)
m (elru replacement)
 
(15 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aylima
|Transliteration C=aylima
|Beta Code=au)/lhma
|Beta Code=au)/lhma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">piece of music for the flute</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1302</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span> 216c</span>, al.</span>
|Definition=-ατος, τό, [[piece of music for the flute]], Ar.''Ra.''1302, [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 216c, al.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[música compuesta para flauta o tocada por una flauta]] οὐτος δ' ἀπὸ πάντων μὲν φέρει, ... Καρινῶν αὐλημάτων Ar.<i>Ra</i>.1302, ὑπό ... τῶν αὐλημάτων ... τοιαῦτα πεπόνθασιν Pl.<i>Smp</i>.216c, ὠρχοῦντο ... τὰ αὐλήματα Charo Lamps.1, «κρούματα» <τὰ> αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, αὐλῆσαι ... οὐ μαλακὸν [[αὔλημα]] D.Chr.1.1, cf. 1.6, 2.56, ἐὰν δὲ ἐπανατείνῃ τὸ [[αὔλημα]], λείβεται δάκρυα ὑφ' ἡδονῆς αὐταῖς Ael.<i>NA</i> 12.44, αὐ. γαμήλιον Poll.4.80, οἱ δάκτυλοι κυβερνῶσι τὰ αὐλήματα los dedos gobiernan las melodías de la flauta</i> Ach.Tat.8.6.6, cf. X.<i>Smp</i>.6.5<br /><b class="num"></b>fig. ᾄδειν δοκεῖ τὰ τῶν ἀνέμων αὐλήματα Ach.Tat.5.16.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0393.png Seite 393]] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />[[air de flûte]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''αὔλημα:''' ατος τό исполняемое на (или в сопровождении) свирели произведение Arph., Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔλημα''': τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος [[ῥυθμός]], Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.
|lstext='''αὔλημα''': τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος [[ῥυθμός]], Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ατος (τό) :<br />air de flûte.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλέω]].
|mltxt=[[αὔλημα]], το (Α) [[αυλός]]<br />[[μουσική]] παιγμένη με αυλό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''αὔλημα:''' -ατος, τό ([[αὐλέω]]), [[κομμάτι]] μουσικής που παίζεται με τον αυλό, σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[αὐλέω]]<br />a [[piece]] of [[music]] for the [[flute]], Ar., Plat.
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔλημα Medium diacritics: αὔλημα Low diacritics: αύλημα Capitals: ΑΥΛΗΜΑ
Transliteration A: aúlēma Transliteration B: aulēma Transliteration C: aylima Beta Code: au)/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, piece of music for the flute, Ar.Ra.1302, Pl.Smp. 216c, al.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
música compuesta para flauta o tocada por una flauta οὐτος δ' ἀπὸ πάντων μὲν φέρει, ... Καρινῶν αὐλημάτων Ar.Ra.1302, ὑπό ... τῶν αὐλημάτων ... τοιαῦτα πεπόνθασιν Pl.Smp.216c, ὠρχοῦντο ... τὰ αὐλήματα Charo Lamps.1, «κρούματα» <τὰ> αὐλήματα καλοῦσιν Plu.2.638c, αὐλῆσαι ... οὐ μαλακὸν αὔλημα D.Chr.1.1, cf. 1.6, 2.56, ἐὰν δὲ ἐπανατείνῃ τὸ αὔλημα, λείβεται δάκρυα ὑφ' ἡδονῆς αὐταῖς Ael.NA 12.44, αὐ. γαμήλιον Poll.4.80, οἱ δάκτυλοι κυβερνῶσι τὰ αὐλήματα los dedos gobiernan las melodías de la flauta Ach.Tat.8.6.6, cf. X.Smp.6.5
fig. ᾄδειν δοκεῖ τὰ τῶν ἀνέμων αὐλήματα Ach.Tat.5.16.5.

German (Pape)

[Seite 393] τό, das auf der Flöte Geblasene, Plat. Conv. 216 c u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
air de flûte.
Étymologie: αὐλέω.

Russian (Dvoretsky)

αὔλημα: ατος τό исполняемое на (или в сопровождении) свирели произведение Arph., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

αὔλημα: τό, τὸ αὐλούμενον, ὁ αὐλούμενος ῥυθμός, Ἀριστοφ. Βάτρ.1302· καὶ ὑπὸ μὲν δή τῶν αὐλημάτων καί ἐγώ καί ἄλλοι πολλοί τοιαῦτα πεπόνθασιν ὑπό τοῦδε τοῦ σατύρου Πλάτ. Συμπ. 216 C, κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

αὔλημα, το (Α) αυλός
μουσική παιγμένη με αυλό.

Greek Monotonic

αὔλημα: -ατος, τό (αὐλέω), κομμάτι μουσικής που παίζεται με τον αυλό, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

αὐλέω
a piece of music for the flute, Ar., Plat.