αὐλαία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(Bailly1_1)
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=avlaia
|Transliteration C=avlaia
|Beta Code=au)lai/a
|Beta Code=au)lai/a
|Definition=ἡ, (αὐλή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">curtain</b>, <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Fr.</span>139</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>5.9</span>, <span class="bibl">Men.834</span>, <span class="title">Michel</span>832.26 (Samos, iv B. C.), <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>49</span>; esp. in the theatre, Men.l.c.; <b class="b2">hunting-net</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alex.</span>40</span>: in pl., <b class="b2">screens</b> to protect a wall against missiles, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>95.34</span>.</span>
|Definition=ἡ, ([[αὐλή]]) [[curtain]], Hyp.''Fr.''139, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Characters|Char.]]''5.9, Men.834, ''Michel''832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.''Alex.''49; especially in the theatre, Men.l.c.; [[hunting-net]], Plu.''Alex.''40: in plural, [[screens]] to protect a wall against missiles, Ph.''Bel.''95.34.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[cortina]], [[lienzo]] οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.<i>Fr</i>.139, ἐρεᾶ <i>PCair.Zen</i>.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι [[Diodorus Siculus|D.S.]]19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. <i>Michel</i> 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.<i>Char</i>.5.9, Plb.33.5.2, Plu.<i>Alex</i>.49, <i>Them</i>.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. [[αὐλεία]].<br /><b class="num">2</b> quizá [[telón de teatro]] Men.<i>Fr</i>.684.<br /><b class="num">3</b> [[arpillera]] para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.<i>Bel</i>.95.34.<br /><b class="num">4</b> especie de [[toldo]] o [[toldillo]] en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ <i>PRyl</i>.558.3 (III a.C.).<br /><b class="num">5</b> [[red de caza]] πρὸς θήρας Plu.<i>Alex</i>.40.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rideau]], [[tenture de porte]];<br /><b>2</b> [[tapis]].<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Vorhang]]</i>, Pol. 33.3; Plut. <i>Alex</i>. 49, <i>Pyrrh</i>. 20; bes. <i>[[Theatervorhang]]</i>, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; <i>[[Tapete]]</i>, Plut. <i>Alex</i>. 40.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐλαία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[завеса]], [[занавес]] Polyb., Plut.;<br /><b class="num">2</b> [[ковер]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», [[Πολυδ]]. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
|lstext='''αὐλαία''': ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum [[παραπέτασμα]], «[[ἔξεστι]] δὲ καὶ τὸ [[παραπέτασμα]] αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ [[ἐννέα]] ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι [[μέρος]] αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 ([[ἔνθα]] -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: [[ὡσαύτως]], [[τάπης]], [[αὐτόθι]] 40.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br /><b>1</b> rideau, tenture de porte;<br /><b>2</b> tapis.<br />'''Étymologie:''' [[αὐλή]].
|mltxt=η (AM [[αὐλαία]])<br /><b>1.</b> [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]]<br /><b>2.</b> το [[παραπέτασμα]] που κλείνει τη [[σκηνή]] του θεάτρου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ανοίγει...» ή «υψώνεται η [[αυλαία]]» — αρχίζει η [[παράσταση]]<br />β) «κλείνει...» ή «πέφτει η [[αυλαία]]» — τελειώνει η [[παράσταση]] ή το [[δράμα]] (κυριολεκτικά και μεταφορικά)<br /><b>μσν.</b><br />η [[σκηνή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[χαλί]]<br /><b>2.</b> [[δίχτυ]] για πουλιά.
}}
}}

Latest revision as of 07:20, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή) curtain, Hyp.Fr.139, Thphr. Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; especially in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in plural, screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 cortina, lienzo οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοί τι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ Hyp.Fr.139, ἐρεᾶ PCair.Zen.54.37 (III a.C.), κλισίας κεκαλυμμένας αὐλαίαις καὶ ... περιστρώμασι D.S.19.22, τῆς ἁρμαμάξης Plu.2.173f, ζῳωτοὶ καὶ διάχρυσοι Chares 4, cf. Michel 832.26 (Samos IV a.C.), Thphr.Char.5.9, Plb.33.5.2, Plu.Alex.49, Them.30, Ath.196c, Hsch., Eust.84.2; v. αὐλεία.
2 quizá telón de teatro Men.Fr.684.
3 arpillera para proteger a los que están sobre un muro de los proyectiles lanzados desde fuera, Ph.Bel.95.34.
4 especie de toldo o toldillo en un barco δούς τινα αὐλαίαν ὅπως παράβλημα ἔχῃ PRyl.558.3 (III a.C.).
5 red de caza πρὸς θήρας Plu.Alex.40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.

German (Pape)

ἡ, Vorhang, Pol. 33.3; Plut. Alex. 49, Pyrrh. 20; bes. Theatervorhang, Men. bei Cosm. Ind. p. 197; Tapete, Plut. Alex. 40.

Russian (Dvoretsky)

αὐλαία:
1 завеса, занавес Polyb., Plut.;
2 ковер Plut.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

Greek Monolingual

η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.