εὐθυντηρία: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(Bailly1_2)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />place où le pilote dirige le gouvernail.<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[place où le pilote dirige le gouvernail]].<br />'''Étymologie:''' fém. de [[εὐθυντήριος]].
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐθυντήριος]], -ία, -ον) [[ευθύνω]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταλλικό, πρισματικό [[συνήθως]], [[εξάρτημα]] μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> [[λεία]] [[πλάκα]], παράλληλη [[προς]] τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη [[παλινδρόμηση]] του εμβόλου ατμομηχανής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον [[σκῆπτρον]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] του πλοίου στο οποίο ήταν [[σταθερά]] προσαρμοσμένο το [[πηδάλιο]]<br /><b>2.</b> το [[επίστρωμα]] στο οποίο στηρίζεται η [[κρηπίδα]] αρχαίου ναού<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐθυντήριον</i><br />[[κανόνας]], [[πρότυπο]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐθυντηρία:''' ἡ [[место]], [[где установлен руль]] Eur.
}}
}}

Latest revision as of 12:48, 8 January 2023

German (Pape)

[Seite 1071] ἡ, der Ort, wo das Steuerruder befestigt ist, Eur. I. T. 1356. fem. von

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
place où le pilote dirige le gouvernail.
Étymologie: fém. de εὐθυντήριος.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυντήριος, -ία, -ον) ευθύνω
το θηλ. ως ουσ. νεοελλ.
1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση
2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη παλινδρόμηση του εμβόλου ατμομηχανής
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον σκῆπτρον»)
αρχ.
1. το μέρος του πλοίου στο οποίο ήταν σταθερά προσαρμοσμένο το πηδάλιο
2. το επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθυντήριον
κανόνας, πρότυπο.

Russian (Dvoretsky)

εὐθυντηρία:место, где установлен руль Eur.