παμμάχος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλοννικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)

Source
(Bailly1_4)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lutte contre tous <i>ou</i> sur tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μάχη]].
}}
{{elru
|elrutext='''παμμάχος:''' или πάμμᾰχος<br /><b class="num">1</b> [[готовый бороться со всяким]], [[вступающий в бой с любым]] ([[θράσος]] Aesch.): [[κομιδῇ]] π. Plat. абсолютно всесторонний боец;<br /><b class="num">2</b> [[ожесточенный]] ([[ἀγών]] Plut.).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παμμάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = [[παγκρατιαστής]], ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[εἶδος]] ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.
|lstext='''παμμάχος''': [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = [[παγκρατιαστής]], ἕτοιμος πρὸς πᾶν [[εἶδος]] ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ος, ον :<br />qui lutte contre tous <i>ou</i> sur tout.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[μάχη]].
|lsmtext='''παμμάχος:''' [ᾰ], -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· [[ιδίως]] = [[παγκρατιαστής]], [[έτοιμος]] για [[κάθε]] είδους [[αναμέτρηση]], σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰμ-μάχος, ον, [[μάχομαι]]<br />[[fighting]] with all, Aesch.: esp. = [[παγκρατιαστής]], [[ready]] for [[every]] [[kind]] of [[contest]], Plat., Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 15:20, 25 November 2022

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre tous ou sur tout.
Étymologie: πᾶν, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

παμμάχος: или πάμμᾰχος
1 готовый бороться со всяким, вступающий в бой с любым (θράσος Aesch.): κομιδῇ π. Plat. абсолютно всесторонний боец;
2 ожесточенный (ἀγών Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παμμάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς πάντας μαχόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 169, Ἀριστοφάν. Λυσ. ἐν τέλ.· ἰδίως = παγκρατιαστής, ἕτοιμος πρὸς πᾶν εἶδος ἀγῶνος, Πλάτ. Εὐθύδ. 271C, Θεόκρ. 24. 112· π. ἀτυχίη, ἡ παντελῶς καταβάλλουσα, Ἱππ. 28. 22. Ἐπίρρ. -χως, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀπολ. 2. 13.

Greek Monotonic

παμμάχος: [ᾰ], -ον (μάχομαι), αυτός που μάχεται με όλους, σε Αισχύλ.· ιδίως = παγκρατιαστής, έτοιμος για κάθε είδους αναμέτρηση, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Middle Liddell

πᾰμ-μάχος, ον, μάχομαι
fighting with all, Aesch.: esp. = παγκρατιαστής, ready for every kind of contest, Plat., Theocr.