ὠτακουστής: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
(Bailly1_5) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(15 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=otakoustis | |Transliteration C=otakoustis | ||
|Beta Code=w)takousth/s | |Beta Code=w)takousth/s | ||
|Definition= | |Definition=ὠτακουστοῦ, ὁ, [[listener]], [[eavesdropper]], of a person employed as a [[spy]] by tyrants, Arist.''Pol.''1313b14, ''Mu.''398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[celui qui est aux écoutes]], [[espion]].<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, <i>[[Horcher]], [[Lauscher]], [[Kundschafter]], [[Spion]]</i>; Arist. <i>Pol</i>. 5.11; Pol. 16.37.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠτᾰκουστής:''' οῦ ὁ [[подслушиватель]], [[шпион]] Arst., Polyb., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠτᾰκουστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, [[κατάσκοπος]], οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F. | |lstext='''ὠτᾰκουστής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, [[κατάσκοπος]], οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=ο / [[ὠτακουστής]], ΝΑ [[ὠτακουστῶ]]<br />[[άτομο]] που κρυφακούει<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάσκοπος]] που χρησιμοποιούσαν [[ιδίως]] οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, [[ὅπου]] τις εἴη [[συνουσία]] καὶ [[σύλλογος]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὠτᾰκουστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀκούω]]), αυτός που κρυφακούει, [[κατάσκοπος]], σε Αριστ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, [[ἀκούω]]<br />a [[listener]], spy, Arist. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
ὠτακουστοῦ, ὁ, listener, eavesdropper, of a person employed as a spy by tyrants, Arist.Pol.1313b14, Mu.398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui est aux écoutes, espion.
Étymologie: οὖς, ἀκούω.
German (Pape)
ὁ, Horcher, Lauscher, Kundschafter, Spion; Arist. Pol. 5.11; Pol. 16.37.1.
Russian (Dvoretsky)
ὠτᾰκουστής: οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, κατάσκοπος, οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.
Greek Monolingual
ο / ὠτακουστής, ΝΑ ὠτακουστῶ
άτομο που κρυφακούει
αρχ.
κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ (ἀκούω), αυτός που κρυφακούει, κατάσκοπος, σε Αριστ.