κέγχρινος: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kegchrinos
|Transliteration C=kegchrinos
|Beta Code=ke/gxrinos
|Beta Code=ke/gxrinos
|Definition=η, ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">made of millet</b>, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; <b class="b3">ἡ κεγχρίνη</b> <b class="b2">millet-pottage</b>, Hsch.</span>
|Definition=η, ον, [[made of millet]], κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; <b class="b3">ἡ κεγχρίνη</b> [[millet-pottage]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.
}}
{{ls
|lstext='''κέγχρῐνος''': -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. [[ἄλευρον]], ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, [[ἕψημα]]. [[πόλτος]], «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέγχρινος]], -ίνη, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[κεχρί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ κεχρίνη</i><br />[[σούπα]] από [[κεχρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]], -<i>ο</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ινος</i> ([[πρβλ]]. [[πήλινος]], [[σάρκινος]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέγχρῐνος Medium diacritics: κέγχρινος Low diacritics: κέγχρινος Capitals: ΚΕΓΧΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kénchrinos Transliteration B: kenchrinos Transliteration C: kegchrinos Beta Code: ke/gxrinos

English (LSJ)

η, ον, made of millet, κ. ἄλευρον Dsc.5.3, cf.Gal.6.519; ἡ κεγχρίνη millet-pottage, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1410] von Hirse gemacht, Diosc.; ἡ κεγχρίνη, Hirsebrei, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κέγχρῐνος: -η, -ον, ἐκ κέγχρου παρεσκευασμένος, κ. ἄλευρον, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Διοσκ.·- ἡ κεγχρίνη, ἕψημα. πόλτος, «σοῦπα» ἐκ κέγχρου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κέγχρινος, -ίνη, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από κεχρί
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεχρίνη
σούπα από κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, -ο + επίθημα -ινος (πρβλ. πήλινος, σάρκινος)].