κυλινδροειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ τοῖς φυσικοῖς ἀεὶ οὕτως, ἂν μή τι ἐμποδίσῃ → in natural products the sequence is invariable, if there is no impediment | now with that which is natural it is always thus if there is no impediment

Source
(7)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kylindroeidis
|Transliteration C=kylindroeidis
|Beta Code=kulindroeidh/s
|Beta Code=kulindroeidh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cylindrical</b>, <span class="bibl">Euc.<span class="title">Phaen.</span>p.4</span> M., <span class="title">Placit.</span> 2.27.4, <span class="bibl">Cleom.2.2</span>, Gal.8.895, <span class="bibl">Hero <span class="title">Spir.</span>2.34</span>. Adv. -δῶς <span class="bibl">Eust.1604.58</span>.</span>
|Definition=κυλινδροειδές, [[cylindrical]], Euc.''Phaen.''p.4 M., ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]'' 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero ''Spir.''2.34. Adv. [[κυλινδροειδῶς]] Eust.1604.58.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[de forme cylindrique]].<br />'''Étymologie:''' [[κύλινδρος]], [[εἶδος]].
}}
{{pape
|ptext=ές, <i>[[zylinderförmig]]</i>, Plut. <i>plac.phil</i>. 2.27 und andere Spätere
}}
{{elru
|elrutext='''κυλινδροειδής:''' [[цилиндрический]] ([[σχῆμα]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''κῠλινδροειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κυλινδροειδής]], -ές)<br />αυτός που έχει κυλινδρικό [[σχήμα]], αυτός που μοιάζει με κύλινδρο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το κυλινδροειδές</i><br />[[σωμάτιο]] στο [[ίζημα]] τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από [[βλέννα]] και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους [[οδούς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κυλινδροειδώς</i> (Α κυλινδροειδώς)<br />με κυλινδροειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύλινδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])].
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠλινδροειδής Medium diacritics: κυλινδροειδής Low diacritics: κυλινδροειδής Capitals: ΚΥΛΙΝΔΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kylindroeidḗs Transliteration B: kylindroeidēs Transliteration C: kylindroeidis Beta Code: kulindroeidh/s

English (LSJ)

κυλινδροειδές, cylindrical, Euc.Phaen.p.4 M., Placit. 2.27.4, Cleom.2.2, Gal.8.895, Hero Spir.2.34. Adv. κυλινδροειδῶς Eust.1604.58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de forme cylindrique.
Étymologie: κύλινδρος, εἶδος.

German (Pape)

ές, zylinderförmig, Plut. plac.phil. 2.27 und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

κυλινδροειδής: цилиндрический (σχῆμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κῠλινδροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κύλινδρον, Πλούτ. 2. 891C, Κλεομήδ. ― Ἐπίρρ. -δῶς, Εὐστ. 1604. 58.

Greek Monolingual

-ές (Α κυλινδροειδής, -ές)
αυτός που έχει κυλινδρικό σχήμα, αυτός που μοιάζει με κύλινδρο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το κυλινδροειδές
σωμάτιο στο ίζημα τών ούρων, που μοιάζει με υαλοειδή κύλινδρο, αποτελείται από βλέννα και παράγεται στις εκφορητικές ουροφόρους οδούς.
επίρρ...
κυλινδροειδώς (Α κυλινδροειδώς)
με κυλινδροειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλινδρος + -ειδής (< εἶδος)].