λάκτισμα: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(8)
 
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laktisma
|Transliteration C=laktisma
|Beta Code=la/ktisma
|Beta Code=la/ktisma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a kick</b>, given or received, S.<span class="title">Ichn.</span>213, Lyc. 835, <span class="bibl">D.S.4.59</span>, <span class="bibl">Ael.<span class="title">Tact.</span>19.2</span>; <b class="b3">λ. δείπνου . . τιθείς</b> <b class="b2">kicking away</b> the table, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1601</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, a [[kick]], given or received, S.''Ichn.''213, Lyc. 835, [[Diodorus Siculus|D.S.]]4.59, Ael.''Tact.''19.2; <b class="b3">λ. δείπνου… τιθείς</b> [[kicking away]] the table, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1601.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] τό, der Stoß, Schlag mit der Ferse, Lycophr. 835; λακτίσματι τύπτων, D. Sic. 4, 59; übertr., δείπνου, die Schmach des Mahles, Aesch. Ag. 1583. Vgl. [[λακτίζω]].
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />coup de talon, ruade;<br /><i>fig.</i> outrage.<br />'''Étymologie:''' [[λακτίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''λάκτισμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[удар ногой]], [[пинок]] (λακτίσματι τύπτειν Diod.);<br /><b class="num">2</b> [[попирание]], [[оскорбление]] (δείπνου Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''λάκτισμα''': τό, «κλωτσ~ιά», Λυκόφρ. 835, Διόδ. 4. 59. 2) τὸ καταλακτίσαι τι, δείπνου τιθεὶς λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[λάκτισμα]]) [[λακτίζω]]<br />[[χτύπημα]] με το [[πόδι]], [[κλότσημα]], [[κλοτσιά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ζώα, [[ιδίως]] για ίππο) απότομο [[τίναγμα]] τών [[πίσω]] ποδιών, [[τσίνισμα]]<br /><b>2.</b> (για [[πυροβόλο]] όπλο) απότομη [[κίνηση]] [[προς]] τα [[πίσω]] [[κατά]] την [[εκπυρσοκρότηση]], [[ανατροχασμός]], [[κλότσημα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> (στο [[ποδόσφαιρο]]) «εναρκτήριο [[λάκτισμα]]» — το πρώτο [[κλότσημα]] της μπάλας με την [[έναρξη]] του αγώνα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λάκτισμα:''' τό, [[κλωτσιά]], [[ποδοβολητό]], [[τσαλαπάτημα]], με γεν., σε Αισχύλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λάκτισμα]], ατος, τό,<br />a [[trampling]] on, c. gen., Aesch.; [[λακτιστής]], οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the [[wine]]-[[press]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 21:49, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάκτισμα Medium diacritics: λάκτισμα Low diacritics: λάκτισμα Capitals: ΛΑΚΤΙΣΜΑ
Transliteration A: láktisma Transliteration B: laktisma Transliteration C: laktisma Beta Code: la/ktisma

English (LSJ)

-ατος, τό, a kick, given or received, S.Ichn.213, Lyc. 835, D.S.4.59, Ael.Tact.19.2; λ. δείπνου… τιθείς kicking away the table, A.Ag.1601.

German (Pape)

[Seite 9] τό, der Stoß, Schlag mit der Ferse, Lycophr. 835; λακτίσματι τύπτων, D. Sic. 4, 59; übertr., δείπνου, die Schmach des Mahles, Aesch. Ag. 1583. Vgl. λακτίζω.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
coup de talon, ruade;
fig. outrage.
Étymologie: λακτίζω.

Russian (Dvoretsky)

λάκτισμα: ατος τό
1 удар ногой, пинок (λακτίσματι τύπτειν Diod.);
2 попирание, оскорбление (δείπνου Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λάκτισμα: τό, «κλωτσ~ιά», Λυκόφρ. 835, Διόδ. 4. 59. 2) τὸ καταλακτίσαι τι, δείπνου τιθεὶς λ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.

Greek Monolingual

το (Α λάκτισμα) λακτίζω
χτύπημα με το πόδι, κλότσημα, κλοτσιά
νεοελλ.
1. (για ζώα, ιδίως για ίππο) απότομο τίναγμα τών πίσω ποδιών, τσίνισμα
2. (για πυροβόλο όπλο) απότομη κίνηση προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση, ανατροχασμός, κλότσημα
3. φρ. (στο ποδόσφαιρο) «εναρκτήριο λάκτισμα» — το πρώτο κλότσημα της μπάλας με την έναρξη του αγώνα.

Greek Monotonic

λάκτισμα: τό, κλωτσιά, ποδοβολητό, τσαλαπάτημα, με γεν., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

λάκτισμα, ατος, τό,
a trampling on, c. gen., Aesch.; λακτιστής, οῦ, one who kicks, ἵπποι λ. kicking horses, Xen.; λ. ληνοῦ a treader of the wine-press, Anth.