ἀμφιτάπης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
(2)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfitapis
|Transliteration C=amfitapis
|Beta Code=a)mfita/phs
|Beta Code=a)mfita/phs
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ητος, ὁ,</b> <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">rug or carpet with pile on both sides</b>, <span class="bibl">Alex. 93</span>, <span class="bibl">Diph.51</span>; but also ἀμφιτάπητες ψιλαί <span class="title">CIG</span>3071 (Teos):—also ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, <span class="bibl">Ael.Dion.<span class="title">Fr.</span>304</span>, Lyconap.<span class="bibl">D.L.5.72</span>; and ἀμφίταπος, ὁ, <span class="bibl"><span class="title">PEdgar</span>29.4</span> (iii B. C.), <span class="bibl">LXX <span class="title">Pr.</span>7.16</span>, <span class="bibl">Callix.2</span>.</span>
|Definition=[ᾰ], ητος, ὁ, [[rug or carpet with pile on both sides]], Alex. 93, Diph.51; but also [[ἀμφιτάπητες]] ψιλαί ''CIG''3071 (Teos):—also [[ἀμφίταπις]], ιδος, ἡ, Ael.Dion.''Fr.''304, Lyconap.D.L.5.72; and ἀμφίταπος, ὁ, ''PEdgar''29.4 (iii B. C.), [[LXX]] ''Pr.''7.16, Callix.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ὁ<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />[[tapiz que lleva dibujos por las dos caras]], [[reversible]] Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.<i>Diff</i>.461, Poll.10.53, <i>CIG</i> 3071 (Teos), Hsch.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0144.png Seite 144]] ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἀμφιτάπης''': [ᾰ], ητος, ὁ, [[ὕφασμα]] ἢ [[τάπης]] [[ἀμφοτέρωθεν]] [[χνοώδης]], [[ἀμφίμαλλος]], Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - [[οὕτως]], ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται [[λόγος]] περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιτάπης]] (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και [[ἀμφίταπος]] (-ου), ο (Α)<br />[[κουβέρτα]] ή [[χαλί]] με [[πέλος]] και στις δύο πλευρές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάπης]]. Ως β' συνθετικό η λ. [[τάπης]] εμφανίζεται και ως -<i>ταπις</i>, -<i>ιδος</i> ([[πρβλ]]. και [[ψιλόταπις]]) και ως -<i>ταπος</i>, -<i>ου</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτάπης Medium diacritics: ἀμφιτάπης Low diacritics: αμφιτάπης Capitals: ΑΜΦΙΤΑΠΗΣ
Transliteration A: amphitápēs Transliteration B: amphitapēs Transliteration C: amfitapis Beta Code: a)mfita/phs

English (LSJ)

[ᾰ], ητος, ὁ, rug or carpet with pile on both sides, Alex. 93, Diph.51; but also ἀμφιτάπητες ψιλαί CIG3071 (Teos):—also ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Ael.Dion.Fr.304, Lyconap.D.L.5.72; and ἀμφίταπος, ὁ, PEdgar29.4 (iii B. C.), LXX Pr.7.16, Callix.2.

Spanish (DGE)

-ητος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
tapiz que lleva dibujos por las dos caras, reversible Alex.93, Diph.51, Ael.Dion.α 112, Ammon.Diff.461, Poll.10.53, CIG 3071 (Teos), Hsch.

German (Pape)

[Seite 144] ητος, ὁ, Alexis B. A. 83 u. Diphil. Poll. 10, 38, u. ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, eine auf beiden Seiten wollige Decke, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτάπης: [ᾰ], ητος, ὁ, ὕφασματάπης ἀμφοτέρωθεν χνοώδης, ἀμφίμαλλος, Ἄλεξις ἐν «Ἰάσιδι» 1, Δίφιλ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· ἀλλ’ εὕρηται καὶ ἀμφιτάπητες ψιλαὶ Ἐπιγρ. Τηία ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 3071: - οὕτως, ἀμφίταπις, ιδος, ἡ, Αἴλ. Διον. παρ’ Εὐσταθ. 746. 39· καί ἀμφίταπος, ὁ, Ἑβδ. (Παρ. Ζ΄, 13), Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 197Β, - ἐν οἷς χωρίοις γίνεται λόγος περὶ πολυτελῶν Αἰγυπτίων ταπήτων.

Greek Monolingual

ἀμφιτάπης (-ητος), ο και ἀμφίταπις (-ιδος), η και ἀμφίταπος (-ου), ο (Α)
κουβέρτα ή χαλί με πέλος και στις δύο πλευρές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τάπης. Ως β' συνθετικό η λ. τάπης εμφανίζεται και ως -ταπις, -ιδος (πρβλ. και ψιλόταπις) και ως -ταπος, -ου].