Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μέρισμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(8)
 
m (Text replacement - "Theil" to "Teil")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=merisma
|Transliteration C=merisma
|Beta Code=me/risma
|Beta Code=me/risma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">part</b>, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>11.16</span>, prob. in <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>107.6</span> (iii B. C.).</span>
|Definition=-ατος, τό, [[part]], Orph.''H.''11.16, prob. in ''PStrassb.''107.6 (iii B. C.).
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16.
}}
{{ls
|lstext='''μέρισμα''': τό, [[μέρος]], Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.
}}
{{grml
|mltxt=το (Α [[μέρισμα]]) [[μερίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρασμα]], [[διανομή]], [[μοιρασιά]]<br /><b>2.</b> [[μερίδιο]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> α) το [[μερίδιο]] κερδών για [[κάθε]] [[μετοχή]] που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας<br />β) το [[ποσό]] που εισπράττει [[κάθε]] ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό [[ταμείο]] [[έναντι]] τών κρατήσεων που είχε καταβάλει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενεργού υπηρεσίας του<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] («ἀέριόν τε [[μέρισμα]] τροφῆς», <b>Ορφ.</b> Ύμν.).
}}
}}

Latest revision as of 07:42, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέρισμα Medium diacritics: μέρισμα Low diacritics: μέρισμα Capitals: ΜΕΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mérisma Transliteration B: merisma Transliteration C: merisma Beta Code: me/risma

English (LSJ)

-ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 135] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16.

Greek (Liddell-Scott)

μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.

Greek Monolingual

το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).