μέρισμα: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(8) |
m (Text replacement - "Theil" to "Teil") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=merisma | |Transliteration C=merisma | ||
|Beta Code=me/risma | |Beta Code=me/risma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό, [[part]], Orph.''H.''11.16, prob. in ''PStrassb.''107.6 (iii B. C.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0135.png Seite 135]] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μέρισμα''': τό, [[μέρος]], Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[μέρισμα]]) [[μερίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μοίρασμα]], [[διανομή]], [[μοιρασιά]]<br /><b>2.</b> [[μερίδιο]]<br /><b>3.</b> <b>(οικον.)</b> α) το [[μερίδιο]] κερδών για [[κάθε]] [[μετοχή]] που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας<br />β) το [[ποσό]] που εισπράττει [[κάθε]] ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό [[ταμείο]] [[έναντι]] τών κρατήσεων που είχε καταβάλει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ενεργού υπηρεσίας του<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέρος]] («ἀέριόν τε [[μέρισμα]] τροφῆς», <b>Ορφ.</b> Ύμν.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:42, 10 April 2024
English (LSJ)
-ατος, τό, part, Orph.H.11.16, prob. in PStrassb.107.6 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 135] τό, das Getheilte, der Teil, Orph. Hymn. Pan. 16.
Greek (Liddell-Scott)
μέρισμα: τό, μέρος, Ὀρφ. Ὕμν. εἰς Πᾶνα. 16.
Greek Monolingual
το (Α μέρισμα) μερίζω
νεοελλ.
1. μοίρασμα, διανομή, μοιρασιά
2. μερίδιο
3. (οικον.) α) το μερίδιο κερδών για κάθε μετοχή που διανέμεται στους μετόχους μιας εταιρείας
β) το ποσό που εισπράττει κάθε ασφαλισμένος σε τακτά χρονικά διαστήματα από το ασφαλιστικό ταμείο έναντι τών κρατήσεων που είχε καταβάλει κατά τη διάρκεια της ενεργού υπηρεσίας του
αρχ.
μέρος («ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς», Ορφ. Ύμν.).