μόνιππος: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt

Menander, Monostichoi, 360
(8)
 
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monippos
|Transliteration C=monippos
|Beta Code=mo/nippos
|Beta Code=mo/nippos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">single horse, riding-horse</b>, opp. chariot-horse, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span> 6.4.1</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>834c</span>, <span class="title">GDI</span>4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.<span class="title">Fr.</span>259. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> as Adj., μ. ἱππεῖς <span class="bibl">Poll.1.141</span>.</span>
|Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[single horse]], [[riding-horse]], opp. chariot-horse, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 6.4.1, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''834c, ''GDI''4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.''Fr.''259.<br><span class="bld">II</span> as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0202.png Seite 202]] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit [[einem]] Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />cheval attelé <i>ou</i> monté seul ; ὁ [[μόνιππος]] cheval de selle.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ἵππος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μόνιππος:''' ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).
}}
{{ls
|lstext='''μόνιππος''': -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, [[ἱππεύς]], [[ἔφιππος]], κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μόνιππος]] -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το μόνιππο</i><br />[[άμαξα]] που σύρεται από ένα μόνο [[άλογο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ό [[μόνιππος]]<br />[[άλογο]] ελεύθερο το οποίο τρέχει [[χωρίς]] [[άρμα]] σε [[ιπποδρομία]]<br /><b>2.</b> [[ιππέας]] που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἵππος]] ([[πρβλ]]. [[λεύκιππος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόνιππος:''' -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο [[άλογο]], [[ιππέας]], [[καβαλάρης]], σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μόν-ιππος, ον<br />one who uses a [[single]] [[horse]], a [[horseman]], [[rider]], Xen., etc.
}}
}}

Latest revision as of 13:25, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόνιππος Medium diacritics: μόνιππος Low diacritics: μόνιππος Capitals: ΜΟΝΙΠΠΟΣ
Transliteration A: mónippos Transliteration B: monippos Transliteration C: monippos Beta Code: mo/nippos

English (LSJ)

ὁ,
A single horse, riding-horse, opp. chariot-horse, X.Cyr. 6.4.1, Pl.Lg.834c, GDI4833 (Cyrene), cf. Paus.Gr.Fr.259.
II as adjective, μ. ἱππεῖς Poll.1.141.

German (Pape)

[Seite 202] ein einzelnes Pferd, Rennpferd, μονίπποις ἆθλα τιθέντες, Plat. Legg. VIII, 834 b; bei Xen. Cyr. 6, 4, 1 den ἵπποις ὑπὸ τοῖς ἅρμασι entgegengesetzt. – Der mit einem Pferde einen Wettkampf anstellt, Eust. 1539, 29, Poll. 1, 141.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
cheval attelé ou monté seul ; ὁ μόνιππος cheval de selle.
Étymologie: μόνος, ἵππος.

Russian (Dvoretsky)

μόνιππος: ὁ одиночный, т. е. верховой конь (οἱ μὲν μόνιπποι - οἱ δ᾽ ὑπὸ τοῖς ἅρμασιν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

μόνιππος: -ον, ὁ χρώμενος ἑνὶ μόνῳ ἵππῳ, ἱππεύς, ἔφιππος, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸν ἐφ’ ἅρματος ὀχούμενον, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 1, Πλάτ. Νόμ. 834Β, πρβλ. Παυσ. παρ’ Εὐστ. 1539. 29, Πολυδ. Α΄, 141· πρβλ. μονάμπυξ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ μόνιππος -ον)
νεοελλ.
1. (για όχημα) αυτός που σύρεται από ένα μόνο άλογο
2. το ουδ. ως ουσ. το μόνιππο
άμαξα που σύρεται από ένα μόνο άλογο
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ό μόνιππος
άλογο ελεύθερο το οποίο τρέχει χωρίς άρμα σε ιπποδρομία
2. ιππέας που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + ἵππος (πρβλ. λεύκιππος)].

Greek Monotonic

μόνιππος: -ον, αυτός που χρησιμοποιεί ένα μόνο άλογο, ιππέας, καβαλάρης, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

μόν-ιππος, ον
one who uses a single horse, a horseman, rider, Xen., etc.