νευρόσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(8)
 
mNo edit summary
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevrospastos
|Transliteration C=nevrospastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Beta Code=neuro/spastos
|Definition=ον, (σπάω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drawn by strings</b>, <b class="b3">ἀγάλματα ν</b>. puppets <b class="b2">moved by strings</b>, <span class="bibl">Hdt.2.48</span>; τὰ νευρόσπαστα <b class="b2">puppets</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.55</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Syr.D.</span>16</span>, etc.</span>
|Definition=[[νευρόσπαστον]], ([[σπάω]]) [[drawn by strings]], [[νευρόσπαστα ἀγάλματα]] = [[puppet]]s [[moved by strings]], [[Herodotus|Hdt.]]2.48; τὰ [[νευρόσπαστα]] = [[puppets]], X.''Smp.''4.55, Luc.''Syr.D.''16, etc.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />mû par des fils ; τὰ [[νευρόσπαστα]] sorte de [[marionnettes]].<br />'''Étymologie:''' [[νεῦρον]], [[σπάω]].
}}
{{pape
|ptext=<i>durch [[Sehnen]] [[gezogen]]</i>; [[νευρόσπαστα ἀγάλματα]], Her. 2.48, <i>durch [[Sehnen]] in [[Bewegung]] gesetzte [[Gliederpuppen]]</i>; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. <i>Symp</i>. 4.55, <i>[[Marionetten]]-</i> und [[vielleicht]] überhaupt <i>[[Taschenspielerkünste]]</i>, vgl. c. 2, wo θαύματα [[entspricht]], Luc. <i>Dea Syr</i>. 16, und [[oben]] [[νευρόσπασμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''νευρόσπαστος:''' [[приводимый в движение с помощью нитей]] (ἀγάλματα Her.).
}}
{{ls
|lstext='''νευρόσπαστος''': ον ([[σπάω]] ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[νευρόσπαστος]], -ον)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το νευρόσπαστο</i>(<i>ν</i>)<br />ανδρείκελο, [[ομοίωμα]] που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, [[κυρίως]] για [[παιδιά]], αλλ. [[μαριονέτα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> (μτφ). [[άνθρωπος]] που δεν έχει δική του [[βούληση]] και ενεργεί με την [[επιβολή]] ή την [[υποκίνηση]] άλλου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άνθρωπος]] πολύ [[ανήσυχος]] και [[νευρικός]], [[νευρόσπασμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κινείται με χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σπαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σπῶ</i>) [[πρβλ]]. [[κυνόσπαστος]], [[λυκόσπαστος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νευρόσπαστος:''' -ον ([[σπάω]]), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό [[νεῦρον]] + [[σπάω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 08:01, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευρόσπαστος Medium diacritics: νευρόσπαστος Low diacritics: νευρόσπαστος Capitals: ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: neuróspastos Transliteration B: neurospastos Transliteration C: nevrospastos Beta Code: neuro/spastos

English (LSJ)

νευρόσπαστον, (σπάω) drawn by strings, νευρόσπαστα ἀγάλματα = puppets moved by strings, Hdt.2.48; τὰ νευρόσπαστα = puppets, X.Smp.4.55, Luc.Syr.D.16, etc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mû par des fils ; τὰ νευρόσπαστα sorte de marionnettes.
Étymologie: νεῦρον, σπάω.

German (Pape)

durch Sehnen gezogen; νευρόσπαστα ἀγάλματα, Her. 2.48, durch Sehnen in Bewegung gesetzte Gliederpuppen; dah. τὰ νευρόσπαστα, Xen. Symp. 4.55, Marionetten- und vielleicht überhaupt Taschenspielerkünste, vgl. c. 2, wo θαύματα entspricht, Luc. Dea Syr. 16, und oben νευρόσπασμα.

Russian (Dvoretsky)

νευρόσπαστος: приводимый в движение с помощью нитей (ἀγάλματα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

νευρόσπαστος: ον (σπάω ὁ διὰ χορδῶν κινούμενος, ἀγάλματα νευρ., πλαγγόνες κινούμεναι διὰ χορδῶν, Ἡρόδ. 2. 48· τὰ νευρόσπαστα Ξεν. Συμπ. 4. 55, Λουκ. περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 16, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α νευρόσπαστος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. το νευρόσπαστο(ν)
ανδρείκελο, ομοίωμα που κινείται με χορδές ή με νήματα και χρησιμοποιείται σε θεατρικές παραστάσεις, κυρίως για παιδιά, αλλ. μαριονέτα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. (μτφ). άνθρωπος που δεν έχει δική του βούληση και ενεργεί με την επιβολή ή την υποκίνηση άλλου
2. μτφ. άνθρωπος πολύ ανήσυχος και νευρικός, νευρόσπασμα
αρχ.
αυτός που κινείται με χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + -σπαστος (< σπῶ) πρβλ. κυνόσπαστος, λυκόσπαστος].

Greek Monotonic

νευρόσπαστος: -ον (σπάω), αυτός που σύρεται, που κινείται μέσω χορδών, σπάγγων, λέγεται για μαριονέτες, σε Ηρόδ., Ξεν.

Mantoulidis Etymological

(=πού κινεῖται μέ χορδές). Ἀπό τό νεῦρον + σπάω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.