Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νήριτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau

Menander, Monostichoi, 469
(8)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=niritos
|Transliteration C=niritos
|Beta Code=nh/ritos
|Beta Code=nh/ritos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[νήριθμος]], <b class="b2">countless, immense</b>, ν. ὕλη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>511</span>: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον <span class="bibl">Il.2.632</span>, <span class="bibl">Od.9.22</span>; ν. ταύρων ἴχνια <span class="bibl">A.R.3.1288</span>.</span>
|Definition=νήριτον, = [[νήριθμος]], [[countless]], [[immense]], ν. ὕλη Hes.''Op.''511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0254.png Seite 254]] wie [[νήριστος]], 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = [[νήριθμος]], unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[νήριθμος]];<br /><b>2</b> [[immense]].<br />'''Étymologie:''' νη-, ἄρω.
}}
{{elru
|elrutext='''νήρῐτος:''' [[неисчислимый]], [[безмерный]] ([[ὕλη]] Hes.).
}}
{{ls
|lstext='''νήριτος''': «ὁ [[νηρίτης]], ὅ ἐστι [[κογχύλιον]] κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.<br />νήρῐτος, ον, = [[νήριθμος]], [[ἀναρίθμητος]], [[ἄπειρος]], ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 ([[ἐντεῦθεν]] τὸ [[ὄρος]] τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ [[πολύμυθος]], [[πολύφυλλος]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[εἰκοσινήριτος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[νήριτος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αναρίθμητος]], [[απειράριθμος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως κύριο όν.) <i>Νήριτον</i><br />όρος στην Ιθάκη, το σημερινό [[βουνό]] της Ανωγής<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> ο [[νηρίτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] συνθ. από το στερ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- και β' συνθετικό το θ. <i>αρι</i>- που εμφανίζεται στη λ. [[αριθμός]], [[επίσης]] στα ανθρωπωνύμια <i>Ἐπήριτος</i>, <i>Πεδάριτος</i>, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. [[Ἐπάριτοι]] «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -<i>ηριτος</i>) [[εἰκοσινήριτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νήρῐτος:''' -ον, = [[νήριθμος]], [[αναρίθμητος]], [[άπειρος]], σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, <i>Νήριτον εἰνοσίφυλλον</i>, σε Όμηρ.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[uncountable]] (Hes. Op. 511, A. R.).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">νηριτόφυλλον πολύφυλλον</b> H. and [[νηριτόμυθος]] (H.); cf. also <b class="b3">νηρίται μεγάλοι</b> H. (after Redard 117 to be changed into <b class="b3">νήριται μεγάλαι</b>).<br />Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] <b class="b2">*h₂ri-</b> [[count]].<br />Etymology: From <b class="b2">*n̥-h₂ri-tos</b> (<b class="b3">-άρι-τος</b>), compound of privative n̥- (s. <b class="b3">νη-</b>) and a verb <b class="b3">ἀρι-</b> [[count]] (s. [[ἀριθμός]]) with <b class="b3">το-</b>suffix; thus in <b class="b3">εἰκοσιν-ήριτος</b> <b class="b2">twenty(fold) counted</b> (X 349; compos. lengthening), Arc. [[Ἐπάριτοι]] = [[ἐπίλεκτοι]] a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name [[Νήριτον]] (B 632, Od.) and the PN [[Νήριτος]] (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νήρῐτος, ον, = [[νήριθμος]]<br />[[countless]], [[immense]], Hes.:— [[hence]] the [[name]] of the Ithacan [[mountain]], Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.
}}
{{FriskDe
|ftr='''νήριτος''': {nḗritos}<br />'''Meaning''': [[unzählig]] (Hes.''Op''.511, A. R.).<br />'''Composita''': Als Vorderglied in νηριτόφυλλον· πολύφυλλον H. und [[νηριτόμυθος]] (H.); vgl. auch [[νηρίται]]· μεγάλοι H. (nach Redard 117 in νήριται· μεγάλαι zu ändern).<br />'''Etymology''': Aus *νεάριτος, Zusammenbildung von νε-privativum (s. νη-) und einem Verb [[ἀρι-]] [[zählen]] (s. [[ἀριθμός]]) mit το-Suffix; ebenso in [[εἰκοσινήριτος]] ‘zwanzig(fach) gezählt’ (''X'' 349; kompos. Dehnung), ark. [[Ἐπάριτοι]] = ἐπίλεκτοι u.a. Daraus wohl durch Umdeutung der Bergname Νήριτον (Β 632, Od.) und der PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff. m. ausführlicher Behandlung und Lit., dazu noch Ruijgh L’élém. ach. 161 f.<br />'''Page''' 2,316
}}
}}

Latest revision as of 10:59, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νήρῐτος Medium diacritics: νήριτος Low diacritics: νήριτος Capitals: ΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: nḗritos Transliteration B: nēritos Transliteration C: niritos Beta Code: nh/ritos

English (LSJ)

νήριτον, = νήριθμος, countless, immense, ν. ὕλη Hes.Op.511: hence as pr. n. of mountain in Ithaca, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Il.2.632, Od.9.22; ν. ταύρων ἴχνια A.R.3.1288.

German (Pape)

[Seite 254] wie νήριστος, 1) unbestritten, gewiß (?). – 2) = νήριθμος, unzählig; ὕλη, Hes. O. 513; νήριτα ταύρων ἴχνια μαστεύων, Ap. Rh. 3, 1288, vgl. 4, 158. Vgl. auch Jacobs Anth. Pal. p. 375.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 c. νήριθμος;
2 immense.
Étymologie: νη-, ἄρω.

Russian (Dvoretsky)

νήρῐτος: неисчислимый, безмерный (ὕλη Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

νήριτος: «ὁ νηρίτης, ὅ ἐστι κογχύλιον κοχλιῶδες ποικίλον» Ἡσύχ.
νήρῐτος, ον, = νήριθμος, ἀναρίθμητος, ἄπειρος, ν. ὕλη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 509 (ἐντεῦθεν τὸ ὄρος τῆς Ἰθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Ἰλ. Β. 632, Ὀδ. Ι. 22)· ν. ἴχνια Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1288· πρβλ. Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 375· - Ἐντεῦθεν παρὰ τοῖς γραμματ., νηρῐτόμῡθος, νηρῐτόφυλλος, ἀντὶ πολύμυθος, πολύφυλλος.

English (Autenrieth)

see εἰκοσινήριτος.

Greek Monolingual

νήριτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.)
1. αναρίθμητος, απειράριθμος
2. (το ουδ. ως κύριο όν.) Νήριτον
όρος στην Ιθάκη, το σημερινό βουνό της Ανωγής
3. (κατά τον Ησύχ.) ο νηρίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι συνθ. από το στερ. πρόθημα νη- και β' συνθετικό το θ. αρι- που εμφανίζεται στη λ. αριθμός, επίσης στα ανθρωπωνύμια Ἐπήριτος, Πεδάριτος, στο αρκαδικό προσηγορικό όν. Ἐπάριτοι «εκλεκτοί» και στο συνθ. (σε -ηριτος) εἰκοσινήριτος.

Greek Monotonic

νήρῐτος: -ον, = νήριθμος, αναρίθμητος, άπειρος, σε Ησίοδ.· απ' όπου το όνομα του βουνού της Ιθάκης, Νήριτον εἰνοσίφυλλον, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: uncountable (Hes. Op. 511, A. R.).
Compounds: As 1. member in νηριτόφυλλον πολύφυλλον H. and νηριτόμυθος (H.); cf. also νηρίται μεγάλοι H. (after Redard 117 to be changed into νήριται μεγάλαι).
Origin: IE [Indo-European] [60 to be corr.] *h₂ri- count.
Etymology: From *n̥-h₂ri-tos (-άρι-τος), compound of privative n̥- (s. νη-) and a verb ἀρι- count (s. ἀριθμός) with το-suffix; thus in εἰκοσιν-ήριτος twenty(fold) counted (X 349; compos. lengthening), Arc. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι a.o. From there prob. through reinterpretation the mountain name Νήριτον (B 632, Od.) and the PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff.; also Ruijgh L'élém. ach. 161 f.

Middle Liddell

νήρῐτος, ον, = νήριθμος
countless, immense, Hes.:— hence the name of the Ithacan mountain, Νήριτον εἰνοσίφυλλον Hom.

Frisk Etymology German

νήριτος: {nḗritos}
Meaning: unzählig (Hes.Op.511, A. R.).
Composita: Als Vorderglied in νηριτόφυλλον· πολύφυλλον H. und νηριτόμυθος (H.); vgl. auch νηρίται· μεγάλοι H. (nach Redard 117 in νήριται· μεγάλαι zu ändern).
Etymology: Aus *νεάριτος, Zusammenbildung von νε-privativum (s. νη-) und einem Verb ἀρι- zählen (s. ἀριθμός) mit το-Suffix; ebenso in εἰκοσινήριτος ‘zwanzig(fach) gezählt’ (X 349; kompos. Dehnung), ark. Ἐπάριτοι = ἐπίλεκτοι u.a. Daraus wohl durch Umdeutung der Bergname Νήριτον (Β 632, Od.) und der PN Νήριτος (ρ 207); s. Leumann Hom. Wörter 243ff. m. ausführlicher Behandlung und Lit., dazu noch Ruijgh L’élém. ach. 161 f.
Page 2,316