οἰοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source
(9)
 
mNo edit summary
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=οἰοχίτων
|Full diacritics=οἰοχῐ́των
|Medium diacritics=οἰοχίτων
|Medium diacritics=οἰοχίτων
|Low diacritics=οιοχίτων
|Low diacritics=οιοχίτων
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiochiton
|Transliteration C=oiochiton
|Beta Code=oi)oxi/twn
|Beta Code=oi)oxi/twn
|Definition=[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with only a tunic on, lightly clad</b>, <span class="bibl">Od.14.489</span>, <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>8.16</span> (expld. as = [[προβατοχίτων]], <b class="b2">in a sheep-skin tunic</b>, Hsch.).</span>
|Definition=[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[with only a tunic on]], [[lightly clad]], Od.14.489, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 8.16 (expld. as = [[προβατοχίτων]], [[in a sheep-skin tunic]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]).
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[vêtu d'une simple tunique]], [[légèrement vêtu]].<br />'''Étymologie:''' [[οἶος]], [[χιτών]].
}}
{{pape
|ptext=ωνος, <i>nur im Untergewande, im bloßen Rock ohne [[Mantel]]</i>, also <i>[[leicht]] [[gekleidet]]; Od</i>. 14.489; Nonn. <i>D</i>. 8.16. – Hesych. erkl. auch, wie von [[οἶς]], [[προβατοχίτων]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰοχίτων:''' ωνος adj. [[одетый только в хитон]] Hom.
}}
{{ls
|lstext='''οἰοχίτων''': [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, [[μονοχίτων]], οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· [[παρά]] μ’ [[ἤπαφε]] [[δαίμων]] [[οἰοχίτων]]’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ [[προβατοχίτων]], ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.
}}
{{Autenrieth
|auten=ωνος: [[with]] [[tunic]] only, Od. 14.489†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] έναν χιτώνα, ο [[ελαφρά]] ντυμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[μονοχίτων]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[οἰοχίτων]], ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που [[φορά]] χιτώνα από [[δέρμα]] ή [[μαλλί]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὄις</i> / <i>οἶς</i>, <i>οἰός</i> «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]] ([[πρβλ]]. [[οινοχίτων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰοχίτων:''' [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος [[ελαφρά]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=οἰο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />with only a [[tunic]] on, [[lightly]] clad, Od.
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 29 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοχῐ́των Medium diacritics: οἰοχίτων Low diacritics: οιοχίτων Capitals: ΟΙΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: oiochítōn Transliteration B: oiochitōn Transliteration C: oiochiton Beta Code: oi)oxi/twn

English (LSJ)

[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with only a tunic on, lightly clad, Od.14.489, Nonn. D. 8.16 (expld. as = προβατοχίτων, in a sheep-skin tunic, Hsch.).

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
vêtu d'une simple tunique, légèrement vêtu.
Étymologie: οἶος, χιτών.

German (Pape)

ωνος, nur im Untergewande, im bloßen Rock ohne Mantel, also leicht gekleidet; Od. 14.489; Nonn. D. 8.16. – Hesych. erkl. auch, wie von οἶς, προβατοχίτων.

Russian (Dvoretsky)

οἰοχίτων: ωνος adj. одетый только в хитон Hom.

Greek (Liddell-Scott)

οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, μονοχίτων, οὐ γὰρ ἔχω χλαῖναν· παρά μ’ ἤπαφε δαίμων οἰοχίτων’ ἔμεναι Ὀδ. Ξ. 489· - ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ προβατοχίτων, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δέρματος ἢ μαλλοῦ προβάτου. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τομ. Α΄, σ. 116.

English (Autenrieth)

ωνος: with tunic only, Od. 14.489†.

Greek Monolingual

(I)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά έναν χιτώνα, ο ελαφρά ντυμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + χιτών (πρβλ. μονοχίτων)].
(II)
οἰοχίτων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορά χιτώνα από δέρμα ή μαλλί προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄις / οἶς, οἰός «πρόβατο» + χιτών (πρβλ. οινοχίτων)].

Greek Monotonic

οἰοχίτων: [χῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει μόνο έναν χιτώνα, ντυμένος ελαφρά, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

οἰο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
with only a tunic on, lightly clad, Od.