παραπλήρωμα: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parapliroma
|Transliteration C=parapliroma
|Beta Code=paraplh/rwma
|Beta Code=paraplh/rwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">expletive</b>, <b class="b3">ὀνομάτων π</b>. words and phrases of such kind, <span class="bibl">D.H. <span class="title">Dem.</span>39</span>, cf. <span class="bibl">19</span> ; λέξεων <span class="bibl">Id.<span class="title">Isoc.</span>3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Geom., <b class="b2">complement</b> of a parallelogram, <span class="bibl">Euc. 1.43</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = <b class="b2">sagina</b>, Gloss.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[expletive]], <b class="b3">ὀνομάτων παραπλήρωμα</b> words and phrases of such kind, D.H. ''Dem.''39, cf. 19; λέξεων Id.''Isoc.''3.<br><span class="bld">II</span> Geom., [[complement]] of a [[parallelogram]], Euc. 1.43, etc.<br><span class="bld">III</span> = [[stuffing]], [[cramming]], [[sagina]], ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπλήρωμα:''' ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).
}}
{{ls
|lstext='''παραπλήρωμα''': τό, [[πλεόνασμα]], ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «[[παραπλήρωμα]] δέ ἐστι [[λέξις]] ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου [[χάριν]] ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) [[συμπλήρωμα]], [[συμπλήρωσις]], τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[παραπληρώ]]<br />συμπληρωματική [[προσθήκη]], [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γωνία]] η οποία όταν προστεθεί σε [[άλλη]] αποτελεί [[μαζί]] της [[άθροισμα]] δύο ορθών γωνιών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πλεόνασμα]], [[παραγέμισμα]] («ὀνομάτων [[παραπλήρωμα]]» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή [[χάριν]] του μέτρου, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[χορτασμός]].
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραπλήρωμα Medium diacritics: παραπλήρωμα Low diacritics: παραπλήρωμα Capitals: ΠΑΡΑΠΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: paraplḗrōma Transliteration B: paraplērōma Transliteration C: parapliroma Beta Code: paraplh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A expletive, ὀνομάτων παραπλήρωμα words and phrases of such kind, D.H. Dem.39, cf. 19; λέξεων Id.Isoc.3.
II Geom., complement of a parallelogram, Euc. 1.43, etc.
III = stuffing, cramming, sagina, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 494] τό, etwas zur beiläufigen Ausfüllung Dienendes, was also nicht wesentlich ist, Nebensache, Lückenbüßer, D. Hal. de adm. vi Dem. 19 u. öfter, wie andere Gramm. u. Scholl., bes. von einzelnen Wörtern u. Wendungen, welche man zur besseren Ausfüllung u. Abrundung des Satzes braucht.

Russian (Dvoretsky)

παραπλήρωμα: ατος τό рит.-грам. добавочное слово или выражение (вставляемое из чисто стилистических соображений).

Greek (Liddell-Scott)

παραπλήρωμα: τό, πλεόνασμα, ὀνομάτων παραπλ., λέξεις καὶ φράσεις πλεονάζουσαι, τὸ τοῦ Κικέρωνος complementa numerorum, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 39, πρβλ. περὶ Ἰσοκρ. 3· «παραπλήρωμα δέ ἐστι λέξις ἐκ περισσοῦ κειμένη κόσμου χάριν ἢ μέτρου» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 8, σ. 721, 5. 2) συμπλήρωμα, συμπλήρωσις, τούτων [τῶν νόμων] Κλήμ. Ἀλ. 85.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραπληρώ
συμπληρωματική προσθήκη, συμπλήρωμα
νεοελλ.
γωνία η οποία όταν προστεθεί σε άλλη αποτελεί μαζί της άθροισμα δύο ορθών γωνιών
αρχ.
1. πλεόνασμα, παραγέμισμα («ὀνομάτων παραπλήρωμα» — λέξεις ή φράσεις οι οποίες υπάρχουν πλεοναστικά ως καλολογικά στοιχεία ή χάριν του μέτρου, Διον. Αλ.)
2. χορτασμός.