παροιμιακός: Difference between revisions
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paroimiakos | |Transliteration C=paroimiakos | ||
|Beta Code=paroimiako/s | |Beta Code=paroimiako/s | ||
|Definition= | |Definition=παροιμιακή, παροιμιακόν,<br><span class="bld">A</span> [[proverbial]], Plu.2.636f. Adv. [[παροιμιακῶς]] Str.11.2.16, ''AP''9.379 (Pall.).<br><span class="bld">II</span>[[παροιμιακόν]](''[[sc.]]'' [[μέτρον]]), τό, [[paroemiac]], i.e. an anapaestic dimeter catalectic, freq. at the end of an anapaestic system, Heph.8.6. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ή, όν, sprichwörtlich, [[θύρα]], Plut. Symp. 2, 3, 3; u. adv., τὸ παροιμιακῶς λεχθέν, Strab. XI, 497 u. Folgde; ὁ [[παροιμιακός]], ''[[sc.]]'' [[στίχος]], u. τὰ παροιμιακά, der katalektische anapästische Dimeter, der die anapästischen Systeme zu beschließen und, sind sie länger, hie und da zu unterbrechen pflegt: [ – ñ ñ – –], vgl. Hephaest. und Scholl. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[proverbial]].<br />'''Étymologie:''' [[παροιμία]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παροιμιακός -ή -όν [παροιμία] [[spreekwoordelijk]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παροιμιακός:''' <b class="num">II</b> ὁ (''[[sc.]]'' [[στίχος]]) стих. паремиак, паремический стих (∪∪‒|∪∪‒|∪∪‒|‒|).<br /><b class="num">[[παροιμιακός|παροιμιᾰκός]]:</b> [[вошедший в поговорку]] Plut. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, ό / [[παροιμιακός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παροιμία]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παροιμία]], ο [[παροιμιώδης]] («παροιμιακή [[ρήση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παροιμιακόν</i><br />(ενν. [[μέτρον]]) [[αναπαιστικός]] [[καταληκτικός]] [[δίμετρος]] που απαντά [[συνήθως]] στο [[τέλος]] αναπαιστικού συστήματος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παροιμιακά</i> / <i>παροιμιακώς</i> ΝΑ<br />με τρόπο παροιμιακό, με παροιμίες, ως [[παροιμία]], παροιμιωδώς («το τε παροιμιακῶς λεχθέν», <b>Στράβ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παροιμιακός:''' μέλ. <i>-σω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[παροιμιακός]], επίρρ. -[[κῶς]], σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> <i>παροιμιακόν</i> (ενν. [[μέτρον]]), <i>τό</i>, [[παροιμιακός]], δηλ. [[αναπαιστικός]] [[δίμετρος]] [[καταληκτικός]], που συναντάται [[συνήθως]] στο [[τέλος]] του αναπαιστικού συστήματος. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παροιμιακός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, [[παροιμιώδης]], Πλούταρχ. 2. 636Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 497, Ἀνθ. Π. 9. 379. ΙΙ. παροιμιακόν (ἐξυπακ. [[μέτρον]]), τό, δηλ. ἀναπαιστικὸς [[δίμετρος]] καταληκτικὸς ἀπαντῶν συνήθως κατὰ τὸ [[τέλος]] ἀναπαιστικοῦ συστήματος, Ἡφαιστ. 46, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 598. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[παροιμιακός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> [[proverbial]]: adv. -κῶς, Anth.<br /><b class="num">II.</b> παροιμιακόν (sub. [[μέτρον]]), a paroemiac, i. e. an Anapaestic [[dimeter]] catalectic, used at the end of an Anapaestic [[system]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
παροιμιακή, παροιμιακόν,
A proverbial, Plu.2.636f. Adv. παροιμιακῶς Str.11.2.16, AP9.379 (Pall.).
IIπαροιμιακόν(sc. μέτρον), τό, paroemiac, i.e. an anapaestic dimeter catalectic, freq. at the end of an anapaestic system, Heph.8.6.
German (Pape)
[Seite 525] ή, όν, sprichwörtlich, θύρα, Plut. Symp. 2, 3, 3; u. adv., τὸ παροιμιακῶς λεχθέν, Strab. XI, 497 u. Folgde; ὁ παροιμιακός, sc. στίχος, u. τὰ παροιμιακά, der katalektische anapästische Dimeter, der die anapästischen Systeme zu beschließen und, sind sie länger, hie und da zu unterbrechen pflegt: [ – ñ ñ – –], vgl. Hephaest. und Scholl.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
proverbial.
Étymologie: παροιμία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροιμιακός -ή -όν [παροιμία] spreekwoordelijk.
Russian (Dvoretsky)
παροιμιακός: II ὁ (sc. στίχος) стих. паремиак, паремический стих (∪∪‒
Greek Monolingual
-ή, ό / παροιμιακός, -ή, -όν, ΝΑ παροιμία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παροιμία, ο παροιμιώδης («παροιμιακή ρήση»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παροιμιακόν
(ενν. μέτρον) αναπαιστικός καταληκτικός δίμετρος που απαντά συνήθως στο τέλος αναπαιστικού συστήματος.
επίρρ...
παροιμιακά / παροιμιακώς ΝΑ
με τρόπο παροιμιακό, με παροιμίες, ως παροιμία, παροιμιωδώς («το τε παροιμιακῶς λεχθέν», Στράβ.).
Greek Monotonic
παροιμιακός: μέλ. -σω·
I. παροιμιακός, επίρρ. -κῶς, σε Ανθ.
II. παροιμιακόν (ενν. μέτρον), τό, παροιμιακός, δηλ. αναπαιστικός δίμετρος καταληκτικός, που συναντάται συνήθως στο τέλος του αναπαιστικού συστήματος.
Greek (Liddell-Scott)
παροιμιακός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, παροιμιώδης, Πλούταρχ. 2. 636Ε. - Ἐπίρρ. -κῶς, Στράβ. 497, Ἀνθ. Π. 9. 379. ΙΙ. παροιμιακόν (ἐξυπακ. μέτρον), τό, δηλ. ἀναπαιστικὸς δίμετρος καταληκτικὸς ἀπαντῶν συνήθως κατὰ τὸ τέλος ἀναπαιστικοῦ συστήματος, Ἡφαιστ. 46, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 598.
Middle Liddell
παροιμιακός, ή, όν
I. proverbial: adv. -κῶς, Anth.
II. παροιμιακόν (sub. μέτρον), a paroemiac, i. e. an Anapaestic dimeter catalectic, used at the end of an Anapaestic system.