παροινία: Difference between revisions

From LSJ

τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings

Source
(9)
 
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paroinia
|Transliteration C=paroinia
|Beta Code=paroini/a
|Beta Code=paroini/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drunken behaviour</b>, <span class="bibl">Lys.1.45</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>6.1</span> sq., <span class="bibl">Amphis 29</span>, <span class="bibl">D.10.198</span>, <span class="bibl">Aeschin. 1.61</span> ; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν <span class="bibl">Id.2.4</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[drunken behaviour]], Lys.1.45, X.''Smp.''6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0525.png Seite 525]] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ [[δεῖπνον]] οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[excès auxquels on se porte dans l'ivresse]], [[insulte d'un homme pris de vin]].<br />'''Étymologie:''' [[πάροινος]].
}}
{{elnl
|elnltext=παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).
}}
{{elru
|elrutext='''παροινία:''' ἡ [[бесчинство в пьяном виде]], [[пьяный разгул]] Lys., Xen., Aeschin.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ [[πάροινος]]<br /><b>1.</b> η σκαιά και υβριστική [[συμπεριφορά]] του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα [[κακά]] φερσίματά του («εὐτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν», Αισχίν.)<br /><b>2.</b> (γενικά) η [[συμπεριφορά]] σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παροινία:''' ἡ, [[συμπεριφορά]] μέθυσου, παράλογη [[συμπεριφορά]], [[μανία]] μέθυσου, [[ευθυμία]] από [[κατάσταση]] μέθης, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{ls
|lstext='''παροινία''': ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, [[κακοτροπία]] καὶ ὑβριστικὸς [[τρόπος]] [[αὐτοῦ]], Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «[[παροινία]]· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου [[ὕβρις]], καὶ οἱαδήποτε [[ἁμαρτία]]», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[drunken]] [[behaviour]], [[drunken]] [[violence]], a [[drunken]] [[frolic]], Xen., etc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[drunken behaviour]]
}}
}}

Latest revision as of 11:18, 3 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροινία Medium diacritics: παροινία Low diacritics: παροινία Capitals: ΠΑΡΟΙΝΙΑ
Transliteration A: paroinía Transliteration B: paroinia Transliteration C: paroinia Beta Code: paroini/a

English (LSJ)

ἡ, drunken behaviour, Lys.1.45, X.Smp.6.1 sq., Amphis 29, D.10.198, Aeschin. 1.61; π. εἰς γυναῖκα ἐλευθέραν Id.2.4.

German (Pape)

[Seite 525] ἡ, schlechtes Betragen beim Gelage, die schimpfliche Behandlung; schlechte Aufführung wie die eines Trunkenbolds, εὐτελἔς γὰρ δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν, Ath. X, 421 a; Xen. Conv. 6, 1; Aesch. 1, 61; Dem. 19, 198 u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excès auxquels on se porte dans l'ivresse, insulte d'un homme pris de vin.
Étymologie: πάροινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παροινία -ας, ἡ [πάροινος] dronkenschap. mishandeling (onder invloed).

Russian (Dvoretsky)

παροινία:бесчинство в пьяном виде, пьяный разгул Lys., Xen., Aeschin.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ πάροινος
1. η σκαιά και υβριστική συμπεριφορά του μεθυσμένου, οι κακοί τρόποι, τα κακά φερσίματά του («εὐτελὲς δεῖπνον οὐ ποιεῖ παροινίαν», Αισχίν.)
2. (γενικά) η συμπεριφορά σκληρού, παράφορου, τρελού ανθρώπου.

Greek Monotonic

παροινία: ἡ, συμπεριφορά μέθυσου, παράλογη συμπεριφορά, μανία μέθυσου, ευθυμία από κατάσταση μέθης, σε Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

παροινία: ἡ, συμπεριφορὰ μεθύσου, κακοτροπία καὶ ὑβριστικὸς τρόπος αὐτοῦ, Λυσ. 96. 1, Ξενοφ. Συμπ. 6, 1 κἑξ., Ἄμφις ἐν «Πανὶ» 1, Αἰσχίν. 9. 19· π. ἐς γυναῖκα ἐλευθέραν ὁ αὐτ. 28. 39. - Καθ’ Ἡσύχιον: «παροινία· ἡ ἐκ τοῦ οἴνου ὕβρις, καὶ οἱαδήποτε ἁμαρτία», καὶ «παροινίαι· κρεπάλαι. ὕβρεις ἀπὸ οἴνου».

Middle Liddell

drunken behaviour, drunken violence, a drunken frolic, Xen., etc.

English (Woodhouse)

drunken behaviour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)