παλίνδρομος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.

Source
(slb)
m (Text replacement - "Secund.''Sent.''" to "Secund.''Sent.''")
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palindromos
|Transliteration C=palindromos
|Beta Code=pali/ndromos
|Beta Code=pali/ndromos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">running back again</b>, π. ἄπιθι <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>37</span>; <b class="b2">recurring</b>, σελήνη π. ἀνάμνησις <span class="bibl">Secund.<span class="title">Sent.</span>6</span>; π. ἔλλαβε πένθος <b class="b2">recurring</b>, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς . . παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> <b class="b2">back again</b>, <span class="bibl">D.L.2.65</span>: metaph., <b class="b2">uncertain</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.203</span>.</span>
|Definition=παλίνδρομον, [[running back again]], π. ἄπιθι Luc.''Tim.''37; [[recurring]], σελήνη π. ἀνάμνησις [[Secundus|Secund.]]''[[Sententiae|Sent.]]''6; π. ἔλλαβε πένθος [[recurring]], Epigr.Gr. 233.7 (Chios); <b class="b3">μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν</b> [[back again]], D.L.2.65: metaph., [[uncertain]], S.E.''P.''2.203.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurück-, rückwärtslaufend; [[παλίνδρομος]] ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] [[zurücklaufend]], [[rückwärtslaufend]]; [[παλίνδρομος]] ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218.
|btext=ος, ον :<br />[[qui court en sens inverse]], [[qui revient sur ses pas]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλίνδρομος -ον &#91;[[πάλιν]], [[δραμεῖν]]] [[teruglopend]], [[terugrennend]], [[terugkerend]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[δραμεῖν]].
|elrutext='''πᾰλίνδρομος:'''<br /><b class="num">1</b> [[движущийся обратно]], [[возвращающийся]]: π. [[ἄπιθι]] Luc. отправляйся в обратный путь;<br /><b class="num">2</b> [[колеблющийся]], [[сомнительный]], [[недостоверный]], Sext.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[παλίνδρομος]] ?] παλινδ [(ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
|sltr=[[παλίνδρομος]] ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
}}
}}
{{Slater
{{grml
|sltr=[[παλίνδρομος]] ?] παλινδ [(ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[παλίνδρομος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται ή κινείται [[εναλλάξ]] [[προς]] δύο αντίθετες κατευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[άστατος]], [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «παλίνδρομη [[κύηση]]»<br /><b>ιατρ.</b> η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη [[μήτρα]] [[υποστροφή]] της κύησης, η οποία καταλήγει σε [[αποβολή]]<br />β) «παλίνδρομο [[νεύρο]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[κάτω]] λαρυγγικό [[νεύρο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που τρέχει [[πάλι]] [[προς]] τα [[πίσω]], αυτός που επανέρχεται<br /><b>αρχ.</b><br />[[αβέβαιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παλινδρόμως</i> (Μ)<br />(σχετικά με [[πορεία]]) [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> [[δρόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλίνδρομος:''' -ον ([[δραμεῖν]]), αυτός που τρέχει [[ξανά]] [[πίσω]], σε Λουκ.
}}
{{ls
|lstext='''πᾰλίνδρομος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] εἰς τὰ [[ὀπίσω]] τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε [[πένθος]], συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, [[ὀπίσω]] [[πάλιν]], Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., [[ἀβέβαιος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Θεόδ. Πρόδρ. 218.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλίν-δρομος, ον, [[δραμεῖν]]<br />[[running]] [[back]] [[again]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 22:52, 12 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδρομος Medium diacritics: παλίνδρομος Low diacritics: παλίνδρομος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΡΟΜΟΣ
Transliteration A: palíndromos Transliteration B: palindromos Transliteration C: palindromos Beta Code: pali/ndromos

English (LSJ)

παλίνδρομον, running back again, π. ἄπιθι Luc.Tim.37; recurring, σελήνη π. ἀνάμνησις Secund.Sent.6; π. ἔλλαβε πένθος recurring, Epigr.Gr. 233.7 (Chios); μνᾶς… παλινδρόμους ἀπολαβεῖν back again, D.L.2.65: metaph., uncertain, S.E.P.2.203.

German (Pape)

[Seite 450] zurücklaufend, rückwärtslaufend; παλίνδρομος ἄπιθι, Luc. Tim. 37; a. Sp., auch übertr., S. Emp. pyrrh. 2, 203.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court en sens inverse, qui revient sur ses pas.
Étymologie: πάλιν, δραμεῖν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλίνδρομος -ον [πάλιν, δραμεῖν] teruglopend, terugrennend, terugkerend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλίνδρομος:
1 движущийся обратно, возвращающийся: π. ἄπιθι Luc. отправляйся в обратный путь;
2 колеблющийся, сомнительный, недостоверный, Sext.

English (Slater)

παλίνδρομος ? ]παλινδ[ (ad fr. 33a spectare putat Lobel) P. Oxy. 2444, fr. 14b. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ παλίνδρομος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που στρέφεται ή κινείται εναλλάξ προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις
2. μτφ. άστατος, ασταθής, ευμετάβλητος
3. φρ. α) «παλίνδρομη κύηση»
ιατρ. η λόγω νέκρωσης του εμβρύου στη μήτρα υποστροφή της κύησης, η οποία καταλήγει σε αποβολή
β) «παλίνδρομο νεύρο»
ανατ. το κάτω λαρυγγικό νεύρο
μσν.-αρχ.
αυτός που τρέχει πάλι προς τα πίσω, αυτός που επανέρχεται
αρχ.
αβέβαιος.
επίρρ...
παλινδρόμως (Μ)
(σχετικά με πορεία) προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δρόμος.

Greek Monotonic

πᾰλίνδρομος: -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει ξανά πίσω, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδρομος: -ον, ὁ πάλιν εἰς τὰ ὀπίσω τρέχων, π. ἄπιθι Λουκ. Τίμων 37· π. ἔλλαβε πένθος, συνεχῶς ἐπανερχόμενον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2240· μνᾶς ... παλινδρόμους λαμβάνειν, ὀπίσω πάλιν, Διογ. Λ. 2. 65· - μεταφορ., ἀβέβαιος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 203. Ἐπίρρ. -μως, πρὸς τὰ ὀπίσω, Θεόδ. Πρόδρ. 218.

Middle Liddell

πᾰλίν-δρομος, ον, δραμεῖν
running back again, Luc.