περίαλλος: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
|||
(19 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=periallos | |Transliteration C=periallos | ||
|Beta Code=peri/allos | |Beta Code=peri/allos | ||
|Definition= | |Definition=περίαλλον,<br><span class="bld">A</span> [[before all others]]: Adv. [[περίαλλα]] [[before all]], h.Pan. 46, Pi.''P.''11.5, Ar.''Th.''1070 (=E.''Fr.''115, lyr.), A.R.2.217, 3.529, dub. in [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1219 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> as adjective, [[superlative]], γλωττισμοί ''AP''5.131 (Phld.).<br><span class="bld">περίαλλος</span>, ὁ, = [[ἰσχίον]], Hdn.Gr.1.158, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], prob. in Alciphr. 1.39. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] über andere hinaus, mehr als andere, ausgezeichnet, γλωττισμοί, Philodem. 21 (V, 132. u. öfter in der Anth. – Gew. im neutr. [[περίαλλα]]) adverbial, vorzüglich, besonders; H. h. 18, 46; Pind, περίαλλ' ἐτίμασε, P. 11, 5; u. so auch Soph. O. R. 1218; Ar. Thesm. 1070, wie Opp. H. 1, 143. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0568.png Seite 568]] über andere hinaus, mehr als andere, ausgezeichnet, γλωττισμοί, Philodem. 21 (V, 132. u. öfter in der Anth. – Gew. im neutr. [[περίαλλα]]) adverbial, vorzüglich, besonders; H. h. 18, 46; Pind, περίαλλ' ἐτίμασε, P. 11, 5; u. so auch Soph. O. R. 1218; Ar. Thesm. 1070, wie Opp. H. 1, 143. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui surpasse les autres ; <i>adv.</i> • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἄλλος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=περίαλλος -ον [[[περί]], [[ἄλλος]]] meestal n. plur. adv. περίαλλα bovenal, in het bijzonder. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίαλλος:''' восхитительный, по по друг. взаимный (γλωττισμοί Anth.). | |||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>περῐαλλος</b> n. pl. pro adv., [[particularly]] θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε [[Λοξίας]] (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ [[πόντιος]] Ὀρσιτρίαινά νιν [[περίαλλα]] βροτῶν τίεν (Pae. 9.48) | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὸ [[ἰσχίον]]».<br /> <b>(II)</b><br />-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[υπέρτερος]] από άλλον<br /><b>2.</b> [[υπέροχος]], [[έξοχος]], [[θαυμάσιος]]<br /><b>3.</b> (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) [[περίαλλα]]<br />[[προπάντων]], κατ' εξοχήν, [[κυρίως]] («ὃν περίαλλ' ἐτίμησε [[Λοξίας]]», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἄλλος]] (<b>πρβλ.</b> <i>έξ</i>-<i>αλλος</i>, [[υπέρ]]-<i>αλλος</i>)]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περίαλλος:''' -ον, αυτός που βρίσκεται [[μπροστά]] από όλους τους άλλους· ως επίρρ. [[περίαλλα]], [[πριν]] απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132. | |lstext='''περίαλλος''': -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. [[περίαλλα]], πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, [[περίαλλα]] δ’ ὁ [[Βάκχος]] [[Διόνυσος]], πρὸ πάντων δὲ ὁ [[Βάκχος]] Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· [[δύρομαι]]... π., [[ὑπερβαλλόντως]], Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. [[ἀμοιβαῖος]], γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[περίαλλος]], ον,<br />[[before]] all others; in adv. [[περίαλλα]], [[before]] all, Hhymn., Pind.: [[exceedingly]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:10, 18 September 2023
English (LSJ)
περίαλλον,
A before all others: Adv. περίαλλα before all, h.Pan. 46, Pi.P.11.5, Ar.Th.1070 (=E.Fr.115, lyr.), A.R.2.217, 3.529, dub. in S.OT1219 (lyr.).
II as adjective, superlative, γλωττισμοί AP5.131 (Phld.).
περίαλλος, ὁ, = ἰσχίον, Hdn.Gr.1.158, Hsch., prob. in Alciphr. 1.39.
German (Pape)
[Seite 568] über andere hinaus, mehr als andere, ausgezeichnet, γλωττισμοί, Philodem. 21 (V, 132. u. öfter in der Anth. – Gew. im neutr. περίαλλα) adverbial, vorzüglich, besonders; H. h. 18, 46; Pind, περίαλλ' ἐτίμασε, P. 11, 5; u. so auch Soph. O. R. 1218; Ar. Thesm. 1070, wie Opp. H. 1, 143.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui surpasse les autres ; adv. • περίαλλα SOPH par-dessus tout, supérieurement, extrêmement.
Étymologie: περί, ἄλλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίαλλος -ον [περί, ἄλλος] meestal n. plur. adv. περίαλλα bovenal, in het bijzonder.
Russian (Dvoretsky)
περίαλλος: восхитительный, по по друг. взаимный (γλωττισμοί Anth.).
English (Slater)
περῐαλλος n. pl. pro adv., particularly θησαυρόν, ὃν περίαλλ' ἐτίμασε Λοξίας (P. 11.5) c. gen., καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρσιτρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν (Pae. 9.48)
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἰσχίον».
(II)
-ον, Α
1. αυτός που είναι υπέρτερος από άλλον
2. υπέροχος, έξοχος, θαυμάσιος
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) περίαλλα
προπάντων, κατ' εξοχήν, κυρίως («ὃν περίαλλ' ἐτίμησε Λοξίας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἄλλος (πρβλ. έξ-αλλος, υπέρ-αλλος)].
Greek Monotonic
περίαλλος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά από όλους τους άλλους· ως επίρρ. περίαλλα, πριν απ' όλα, σε Ομηρ. Ύμν., Πίνδ.· υπερβολικά, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
περίαλλος: -ον, ὁ πρὸ παντὸς ἄλλου· ἐν τῷ ἐπίρρ. περίαλλα, πάντες δ’ ἄρα θυμὸν ἔτερφεν ἀθάνατοι, περίαλλα δ’ ὁ Βάκχος Διόνυσος, πρὸ πάντων δὲ ὁ Βάκχος Διόν., Ὁμ. Ὕμν. 19. 46, Πινδ. Π. 11, 8, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1070· δύρομαι... π., ὑπερβαλλόντως, Σοφ. Ο. Τ. 119 (Λυρ.). ΙΙ. ἀμοιβαῖος, γλωττισμοὶ Ἀνθ. Π. 5. 132.
Middle Liddell
περίαλλος, ον,
before all others; in adv. περίαλλα, before all, Hhymn., Pind.: exceedingly, Soph.