νώνυμνος: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(SL_2)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=νώνυμνος
|Medium diacritics=νώνυμνος
|Low diacritics=νώνυμνος
|Capitals=ΝΩΝΥΜΝΟΣ
|Transliteration A=nṓnymnos
|Transliteration B=nōnymnos
|Transliteration C=nonymnos
|Beta Code=nw/numnos
|Definition=v. [[νώνυμος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. [[δίδυμνος]], [[ἀπάλαμνος]]); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; [[πρόσθε]] [[νώνυμνος]], Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0273.png Seite 273]] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. [[δίδυμνος]], [[ἀπάλαμνος]]); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; [[πρόσθε]] [[νώνυμνος]], Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.
}}
{{elru
|elrutext='''νώνυμνος:''' Hom., Hes., Pind. = [[νώνυμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 6: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[νώνυμνος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
|sltr=[[νώνυμνος]] [[nameless]] καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. [[πρόσθε]] γὰρ [[νώνυμνος]] βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: [[νώνυμος]], νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)
}}
{{grml
|mltxt=νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ανώνυμος]], [[αφανής]], [[άσημος]] («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον [[ὀπίσσω]] θῆκαν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει όνομα, [[ανώνυμος]]<br /><b>3.</b> αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («[[οὐδέ]] τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῦς [[νώνυμος]] [[ἠέλιος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[νώνυμος]] <span style="color: red;"><</span> στερητ. [[πρόθημα]] <i>νη</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όνυμα</i>, αιολ. τ. του <i>όνομα</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αν</i>-<i>ώνυμος</i>. Ο τ. [[νώνυμνος]] [[είναι]] [[επικός]] και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα [[πρέπει]] να [[είναι]] μακρά (<b>πρβλ.</b> [[δίδυμος]]— [[δίδυμνος]], <i>απάλαμος—[[απάλαμνος]]). Το -<i>ω</i>-τών τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νώνυμνος:''' -ον, Επικ. αντί <i>νώνῠμος</i>· χρησιμ. όταν η παραλήγουσα αναγκαστικά πρέπει να είναι [[μακρά]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νώνυμνος]], ον, [epic for νώνῠμος, used [[when]] the penultimate is to be [[long]], Hom., Hes.]
}}
}}

Latest revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νώνυμνος Medium diacritics: νώνυμνος Low diacritics: νώνυμνος Capitals: ΝΩΝΥΜΝΟΣ
Transliteration A: nṓnymnos Transliteration B: nōnymnos Transliteration C: nonymnos Beta Code: nw/numnos

English (LSJ)

v. νώνυμος.

German (Pape)

[Seite 273] poet. = Folgdm (ν ist eingeschoben, um die von Natur kurze Penultima durch Position lang zu machen, vgl. δίδυμνος, ἀπάλαμνος); νωνύμνους ἀπ ολέσθαι, Il. 12, 70, vgl. 14, 70; Od. 1, 222; Hes. O. 156; πρόσθε νώνυμνος, Pind. Ol. 11, 53; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 982.

Russian (Dvoretsky)

νώνυμνος: Hom., Hes., Pind. = νώνυμος.

Greek (Liddell-Scott)

νώνυμνος: -ον, Ἐπικ. τύπος παράλληλος τῷ νώνῠμος, ἐν χρήσει ὅταν ἡ παραλήγουσα ἀναγκαίως πρέπῃ νὰ εἶναι μακρὰ (ὡς δίδυμνος ἀντὶ δίδυμος, ἀπάλαμνος ἀντὶ ἀπάλαμος), νωνύμνους ἀπολέσθαι ἀπ’ Ἄργεος Ἰλ. Μ. 70, Ν. 227., Ξ. 70· γενεήν γε θεοὶ ν. ὀπίσσω θῆκαν Ὀδ. Α. 222, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 153· πρόσθε ν. Πινδ. Ο. 11 (10). 61.

English (Slater)

νώνυμνος nameless καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο. πρόσθε γὰρ νώνυμνος βρέχετο πολλᾷ νιφάδι (byz.: νώνυμος, νώνυμον codd.: νώνυμνον Turyn) (O. 10.51)

Greek Monolingual

νώνυμ(ν)ος, -ον (Α)
1. ανώνυμος, αφανής, άσημος («γενεήν γε θεοὶ νώνυμον ὀπίσσω θῆκαν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που δεν έχει όνομα, ανώνυμος
3. αυτός που αγνοεί το όνομα κάποιου («οὐδέ τις ἔσται τῆς λυρικῆς Σαπφοῦς νώνυμος ἠέλιος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. νώνυμος < στερητ. πρόθημα νη- + -ώνυμος (< όνυμα, αιολ. τ. του όνομα), πρβλ. αν-ώνυμος. Ο τ. νώνυμνος είναι επικός και χρησιμοποιείται όταν για μετρικούς λόγους η παραλήγουσα πρέπει να είναι μακρά (πρβλ. δίδυμοςδίδυμνος, απάλαμος—απάλαμνος). Το -ω-τών τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Greek Monotonic

νώνυμνος: -ον, Επικ. αντί νώνῠμος· χρησιμ. όταν η παραλήγουσα αναγκαστικά πρέπει να είναι μακρά, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

νώνυμνος, ον, [epic for νώνῠμος, used when the penultimate is to be long, Hom., Hes.]