ἀργινόεις: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(big3_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(23 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=arginoeis | |Transliteration C=arginoeis | ||
|Beta Code=a)rgino/eis | |Beta Code=a)rgino/eis | ||
|Definition= | |Definition=ἀργινόεσσα, ἀργινόεν, = [[ἀργός]], [[bright-shining]], [[white]], [[epithet]] of Lycastus and Camirus, from their lying on [[chalky]] hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.''HG''1.6.27; of milk, ''AP''7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; [[μαστός]], [[varia lectio|v.l.]] for [[ἀργάεις]] ([[quod vide|q.v.]]), Pi.''P.''4.8. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{DGE | ||
| | |dgtxt=(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀργεννόεις]] Pi.<i>P</i>.4.8<br />[[blanco]], [[brillante]] de ciudades y accidentes geográficos Λύκαστος <i>Il</i>.2.647, Κάμειρος <i>Il</i>.2.656, οὔρεα μακρά <i>h.Pan</i> 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.<i>Th</i>.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, [[γάλα]] <i>AP</i> 7.23 (Antip.Sid.). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=όεσσα, όεν;<br />éclatant de blancheur, blanc <i>en parl. de terrains calcaires et crayeux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹. | |btext=όεσσα, όεν;<br />éclatant de blancheur, blanc <i>en parl. de terrains calcaires et crayeux</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=εσσα, εν, <i>weiß, [[hellschimmernd]]</i>, Hom. [[zweimal]], <i>Il</i>. 2.647 ἀργινόεντα Λύκαστον Versende, 2.656 ἀργινόεντα Κάμειρον Versende; [[beide]] Orte lagen auf [[Kreidefelsen]]; – [[οὔρεα]] Hom. h. 18.12; [[γάλα]] Antip.Sid. 50 (VII.23). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργῐνόεις:''' όεσσα, όεν ослепительно белый ([[Λύκαστος]] Hom.; [[οὔρεα]] HH; [[γάλα]] Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀργῐνόεις''': εσσα, εν, = [[ἀργός]] (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ [[λευκότης]] λάμπει [[μακρόθεν]], ἐπίθ. τῶν [[πόλεων]] Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, ([[οὕτως]] ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ [[ἔξωθεν]] τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· [[λευκόν]], λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=acc. -εντα: [[white]]-[[gleaming]], | |auten=acc. -εντα: [[white]]-[[gleaming]], [[epithet]] of towns in [[Crete]], [[because]] of [[chalk]] cliffs in the [[vicinity]], Il. 2.647, 656. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ἀργῑνόεις</b>, | |sltr=<b>ἀργῑνόεις</b>, [[gleaming]] [[white]] ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργινόεις]] (-[[εντός]]), -εσσα, -εν (Α)<br />ο [[αστραφτερός]], ο [[λευκός]], αυτός που ασπρίζει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[αργινόεις]], από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών <i>Αργινούσ</i>-(<i>σ</i>)<i>αι</i>, αποτελεί πιθ. [[μετρική]] [[παρέκταση]] ενός υποθετικού τ. <i>αργινός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - (όπως [[πυκινός]] <span style="color: red;"><</span> <i>πυκι</i> -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως [[προσωνυμία]] των [[πόλεων]] Κάμιρος και Λύκαστος]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀργῐνόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. [[τύπος]] του [[ἀργός]], [[λευκός]], επίθ. των Ροδιακών [[πόλεων]] από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[ἀργός]]<br />[[white]], [[epithet]] of Rhodian cities, from [[their]] chalky hills, Il. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀργινόεσσα, ἀργινόεν, = ἀργός, bright-shining, white, epithet of Lycastus and Camirus, from their lying on chalky hills, Il.2.647,656; νῆσοι Ἀργινοῦσαι X.HG1.6.27; of milk, AP7.23 (Antip. Sid.); χαλινά A.R.4.1607; μαστός, v.l. for ἀργάεις (q.v.), Pi.P.4.8.
Spanish (DGE)
(ἀργῐνόεις) -εσσα, -εν
• Alolema(s): ἀργεννόεις Pi.P.4.8
blanco, brillante de ciudades y accidentes geográficos Λύκαστος Il.2.647, Κάμειρος Il.2.656, οὔρεα μακρά h.Pan 12, μαστός (de Cirene), Pi.l.c., cf. D.P.1176, gener. χαλινά A.R.4.1607, πάχνη A.R.2.738, ἔφηλις Nic.Th.333, ἰχθύες Marc.Sid.6, γάλα AP 7.23 (Antip.Sid.).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
éclatant de blancheur, blanc en parl. de terrains calcaires et crayeux.
Étymologie: ἀργός¹.
German (Pape)
εσσα, εν, weiß, hellschimmernd, Hom. zweimal, Il. 2.647 ἀργινόεντα Λύκαστον Versende, 2.656 ἀργινόεντα Κάμειρον Versende; beide Orte lagen auf Kreidefelsen; – οὔρεα Hom. h. 18.12; γάλα Antip.Sid. 50 (VII.23).
Russian (Dvoretsky)
ἀργῐνόεις: όεσσα, όεν ослепительно белый (Λύκαστος Hom.; οὔρεα HH; γάλα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῐνόεις: εσσα, εν, = ἀργός (ὅ ἴδε), ὁ λευκὴν ἐκπέμπων αἴγλην, οὗ ἡ λευκότης λάμπει μακρόθεν, ἐπίθ. τῶν πόλεων Καμείρου καὶ Λυκάστου, ἀλλὰ δὲν δύναται νὰ εἴπῃ τις μετὰ βεβαιότητος ἂν ἔλαβον τὸ ἐπίθετον τοῦτο ἐκ τοῦ λευκοῦ ἐδάφους ἐφ’ οὗ ἔκειντο ἢ ἐκ τῶν λευκῶν αὐτῶν οἰκοδομῶν, ἴδε σημ. Jebb ἐν Σοφ. Ο. Κ. 670, (οὕτως ὁ Ὁράτ. claram Rhodon), Ἰλ. Β. 647, 656· οὕτω καὶ τὰ ἔξωθεν τῆς Αἰολίδος νησίδια ἐκαλοῦντο Ἀργινοῦσαι Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 27· «ἀργ[ε]ινόεντα· λευκόν, λευκόγειον, ἀργι[λ]ώδη» Ἡσύχ.· ἐπὶ τοῦ γάλακτος, Ἀνθ. Π. 7. 23· χαλινὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1607.
English (Autenrieth)
acc. -εντα: white-gleaming, epithet of towns in Crete, because of chalk cliffs in the vicinity, Il. 2.647, 656.
English (Slater)
ἀργῑνόεις, gleaming white ἐν ἀργινόεντι μαστῷ (codd.: ἀργεννόεντι Schr.) (P. 4.8) ]
Greek Monolingual
ἀργινόεις (-εντός), -εσσα, -εν (Α)
ο αστραφτερός, ο λευκός, αυτός που ασπρίζει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργινόεις, από τον οποίο προήλθε το όνομα των νησιών Αργινούσ-(σ)αι, αποτελεί πιθ. μετρική παρέκταση ενός υποθετικού τ. αργινός < αργι - (όπως πυκινός < πυκι -). Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως προσωνυμία των πόλεων Κάμιρος και Λύκαστος].
Greek Monotonic
ἀργῐνόεις: -εσσα, -εν, Επικ. τύπος του ἀργός, λευκός, επίθ. των Ροδιακών πόλεων από τους αργιλώδεις λόφους τους, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἀργός
white, epithet of Rhodian cities, from their chalky hills, Il.