ἀνάρτυτος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(big3_4)
mNo edit summary
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anartytos
|Transliteration C=anartytos
|Beta Code=a)na/rtutos
|Beta Code=a)na/rtutos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">unseasoned</b>, of food, Phld. <span class="title">Mus.</span>p.53 K., <span class="bibl">Diogenian. 2.12</span>, Sm.<span class="title">Jb.</span>6.6; <b class="b3">. βίος</b> cj. Coraës in <span class="bibl">Ath.12.511d</span>.</span>
|Definition=ἀνάρτυτον, [[unseasoned]], of [[food]], Phld. ''Mus.''p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.''Jb.''6.6; ἀνάρτυτος [[βίος]] cj. Coraës in Ath.12.511d.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del [[mortero]] [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἀναρτύτως]] = [[sin fraguar]] del [[mortero]], Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0206.png Seite 206]] [[nicht zubereitet]], von Speisen, [[ungewürzt]], Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνάρτῡτος''': -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀβέλτερος]], ἀνάρτυτον [[βρῶμα]] Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «[[ἅλμη]] οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - [[ἀνάρ]]. [[βίος]] Ἀθήν. 511D.
|lstext='''ἀνάρτῡτος''': -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. [[ἀπειρόκαλος]], [[ἀβέλτερος]], ἀνάρτυτον [[βρῶμα]] Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «[[ἅλμη]] οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - [[ἀνάρ]]. [[βίος]] Ἀθήν. 511D.
}}
}}
{{DGE
{{grml
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[insulso]], [[soso]], [[βρῶμα]] Phld.<i>Mus</i>.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.<i>Ib</i>.6.6.<br /><b class="num">2</b> del mortero [[no fraguado]] Sm.<i>Ez</i>.13.11.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin fraguar]] del mortero, Sm.<i>Ez</i>.13.10 en Chrys.M.58.642.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρτυτος]], -ον)<br />[[αρτύω]]<br />(για [[φαγητό]]) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, [[ακαρύκευτος]], [[άνοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για [[φαγητό]]) [[νηστήσιμος]]<br /><b>2.</b> (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.
}}
}}

Latest revision as of 09:56, 5 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάρτῡτος Medium diacritics: ἀνάρτυτος Low diacritics: ανάρτυτος Capitals: ΑΝΑΡΤΥΤΟΣ
Transliteration A: anártytos Transliteration B: anartytos Transliteration C: anartytos Beta Code: a)na/rtutos

English (LSJ)

ἀνάρτυτον, unseasoned, of food, Phld. Mus.p.53 K., Diogenian. 2.12, Sm.Jb.6.6; ἀνάρτυτος βίος cj. Coraës in Ath.12.511d.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insulso, soso, βρῶμα Phld.Mus.p.53K., cf. Diogenian.1.2.12, Sm.Ib.6.6.
2 del mortero no fraguado Sm.Ez.13.11.
II adv. ἀναρτύτως = sin fraguar del mortero, Sm.Ez.13.10 en Chrys.M.58.642.

German (Pape)

[Seite 206] nicht zubereitet, von Speisen, ungewürzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρτῡτος: -ον, ὁ μὴ παρεσκευασμένος, μὴ ἠρτυμένος, ἀνάλατος, ἐπὶ ἐδεσμάτων καὶ μεταφ. ἀπειρόκαλος, ἀβέλτερος, ἀνάρτυτον βρῶμα Σύμμ. εἰς Ἰὼβ Ϛ΄, 6· - «ἅλμη οὐκ ἔνεστιν αὐτῷ, ἐπὶ τοῦ ἀηδοῦς καὶ ἀναρτύτου» Διογενιαν. 2. 12. - ἀνάρ. βίος Ἀθήν. 511D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάρτυτος, -ον)
αρτύω
(για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος
νεοελλ.
1. (για φαγητό) νηστήσιμος
2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας.