ἀποστήριγμα: Difference between revisions
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
(big3_6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apostirigma | |Transliteration C=apostirigma | ||
|Beta Code=a)posth/rigma | |Beta Code=a)posth/rigma | ||
|Definition=ατος, τό, < | |Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[stay]], [[support]], Hp.''Off.''25, cf. ''EM''125.17.<br><span class="bld">2</span> [[determination]] of humours, Hp.''Flat.''9. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[apoyo]], [[sostén]] Hp.<i>Off</i>.25, <i>EM</i> 125.17G., de los huesos, Anon.Lond.16.5.<br /><b class="num">2</b> [[fijación de un dolor]] por acumulación de flatos, Hp.<i>Flat</i>.9. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 16: | Line 19: | ||
|lstext='''ἀποστήριγμα''': -ατος, τό, [[ὑποστήριγμα]], Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 749. 2) μετατόπισις ἢ [[συγκέντρωσις]] χυμῶν τοῦ σώματος εἰς ἕν μόνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, ὡς τὸ [[ἀπόσκηψις]], Ἱππ. 298. 41. | |lstext='''ἀποστήριγμα''': -ατος, τό, [[ὑποστήριγμα]], Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 749. 2) μετατόπισις ἢ [[συγκέντρωσις]] χυμῶν τοῦ σώματος εἰς ἕν μόνον [[μέρος]] τοῦ σώματος, ὡς τὸ [[ἀπόσκηψις]], Ἱππ. 298. 41. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=[[ἀποστήριγμα]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>2.</b> [[μετατόπιση]] υγρού σε κάποιο [[σημείο]] του σώματος. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
-ατος, τό,
A stay, support, Hp.Off.25, cf. EM125.17.
2 determination of humours, Hp.Flat.9.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 apoyo, sostén Hp.Off.25, EM 125.17G., de los huesos, Anon.Lond.16.5.
2 fijación de un dolor por acumulación de flatos, Hp.Flat.9.
German (Pape)
[Seite 327] τό, die Versetzung eines Krankheitsstoffes in ein einzelnes Glied, wie ἀπόσκημμα, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστήριγμα: -ατος, τό, ὑποστήριγμα, Ἱππ. Κατ’ Ἰητρ. 749. 2) μετατόπισις ἢ συγκέντρωσις χυμῶν τοῦ σώματος εἰς ἕν μόνον μέρος τοῦ σώματος, ὡς τὸ ἀπόσκηψις, Ἱππ. 298. 41.
Greek Monolingual
ἀποστήριγμα, το (Α)
1. υποστήριγμα
2. μετατόπιση υγρού σε κάποιο σημείο του σώματος.