διερευνητής: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(big3_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dierevnitis
|Transliteration C=dierevnitis
|Beta Code=diereunhth/s
|Beta Code=diereunhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">scout</b> or <b class="b2">vedette</b>, <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>5.4.4</span>, <span class="bibl">6.3.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">spy</b>, <span class="bibl">D.H.4.43</span>.</span>
|Definition=διερευνητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[scout]] or [[vedette]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.4.4, 6.3.2.<br><span class="bld">II</span> [[spy]], D.H.4.43.
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[explorador]] X.<i>Cyr</i>.5.4.4, 6.3.2<br /><b class="num">•</b>[[espía]], [[agente]] D.H.4.43, D.C.79.13.4.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[explorateur]], [[investigateur]].<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Durchspürer]]</i>; καὶ σκοποί Xen. <i>Cyr</i>. 6.3.2; καὶ κατόπται Dion.Hal. 4.43.
}}
{{elru
|elrutext='''διερευνητής:''' ου ὁ [[разведчик]] (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διερευνητής''': -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
|lstext='''διερευνητής''': -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=οῦ () :<br />explorateur, investigateur.<br />'''Étymologie:''' [[διερευνάω]].
|mltxt=ο (Α [[διερευνητής]]) [[διερευνώ]]<br />[[σχολαστικός]] [[ερευνητής]] ή [[μελετητής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάσκοπος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διερευνητής:''' -οῦ, ὁ, [[ανιχνευτής]] ή [[κατάσκοπος]], σε Ξεν.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[explorador]] X.<i>Cyr</i>.5.4.4, 6.3.2<br /><b class="num">•</b>[[espía]], [[agente]] D.H.4.43, D.C.79.13.4.
|mdlsjtxt=[[διερευνητής]], οῦ, <i>n</i> [from [[διερευνάω]]<br />a [[scout]] or [[vidette]], Xen.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερευνητής Medium diacritics: διερευνητής Low diacritics: διερευνητής Capitals: ΔΙΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: diereunētḗs Transliteration B: diereunētēs Transliteration C: dierevnitis Beta Code: diereunhth/s

English (LSJ)

διερευνητοῦ, ὁ,
A scout or vedette, X.Cyr.5.4.4, 6.3.2.
II spy, D.H.4.43.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
explorador X.Cyr.5.4.4, 6.3.2
espía, agente D.H.4.43, D.C.79.13.4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
explorateur, investigateur.
Étymologie: διερευνάω.

German (Pape)

ὁ, Durchspürer; καὶ σκοποί Xen. Cyr. 6.3.2; καὶ κατόπται Dion.Hal. 4.43.

Russian (Dvoretsky)

διερευνητής: ου ὁ разведчик (διερευνηταὶ καὶ σκοποί Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διερευνητής: -οῦ, ὁ ἀκριβὴς ἐρευνητής, κατοπτευτής, Ξεν. Κύρ, 5. 4, 4., 6. 3, 2.

Greek Monolingual

ο (Α διερευνητής) διερευνώ
σχολαστικός ερευνητής ή μελετητής
αρχ.
κατάσκοπος.

Greek Monotonic

διερευνητής: -οῦ, ὁ, ανιχνευτής ή κατάσκοπος, σε Ξεν.

Middle Liddell

διερευνητής, οῦ, n [from διερευνάω
a scout or vidette, Xen.