προμηνύω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(10) |
|||
(29 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prominyo | |Transliteration C=prominyo | ||
|Beta Code=promhnu/w | |Beta Code=promhnu/w | ||
|Definition=< | |Definition=[[denounce beforehand]], τινί τι [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''84, cf. Luc. ''Merc.Cond.''3; [[ἐπιβουλήν]] Chor.p.97 B.; [[indicate before]], [[predict]], τι [[LXX]] ''Wi.''18.19, Plu.''Lys.''29, Alex.Aphr.''Pr.Praef.'', Ach.Tat.6.5; τί τινι Plu.''Comp.Cim.Luc.''3. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0734.png Seite 734]] vorher anzeigen; Soph. Ant. 84, u. in späterer Prosa, wie Luc. Merc. cond. 3. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> [[indiquer d'avance]];<br /><b>2</b> [[dénoncer d'avance]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[μηνύω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προ-μηνύω vooraf aangeven:; χρησμὸν... προμηνύοντα een orakel dat voorzegde Plut. Lys. 29.10; verklappen:. προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενί verklap dat aan niemand Soph. Ant. 84. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προμηνύω:''' (ῡ)<br><b class="num">1</b> [[объявлять]], [[открывать]] (τί τινι Soph.);<br /><b class="num">2</b> [[предсказывать]] (τὴν πρὸς Δηλίῳ μάχην Plut.). | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[revelar con antelación]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ, και [[προμηνώ]], -άω, Ν [[μηνύω]]<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]] [[κάτι]] («ἄλλ' oὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ [[τοὔργον]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φανερώνω]] ότι [[κάτι]] πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν», ΠΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το μέσ. και παθ. στο τρίτο πρόσ.) <i>προμηνύεται</i><br />α) προβλέπεται, αναμένεται ότι [[κάτι]] θα συμβεί («προμηνύεται [[βροχή]]»)<br />β) <b>συνεκδ.</b> ([[ιδίως]] για [[κακό]]) επικρέμεται, επαπειλείται («προμηνύεται [[μεγάλη]] [[συμφορά]])<br />(μσν-αρχ.) (σχετικά με παγανιστικές προφητείες) [[προλέγω]], [[προφητεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναφέρω]], [[μνημονεύω]] [[προηγουμένως]] («τὸν Χριστόν... προεμηνύσαμεν λόγον [[ὄντα]]», Ιουστ.)<br /><b>2.</b> [[προειδοποιώ]] («Παῡλος προμηνυθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ», Ξάνθιππ.). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προμηνύω:''' μέλ. -ύσω [ῡ], [[ανακοινώνω]] εκ των προτέρων, <i>τινί τι</i>, σε Σοφ.· [[δείχνω]] εκ των προτέρων, <i>τι</i>, σε Πλούτ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προμηνύω''': [[μηνύω]] ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Σοφ. Ἀντ. 84, πρβλ. Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· δεικνύω πρότερον, τι Πλουτ. Λύσανδρ. 29, κτλ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ύσω<br />to [[denounce]] [[beforehand]], τινί τι Soph.: to [[indicate]] [[before]], τι Plut. | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=[[revelar con antelación]] ref. a una divinidad Ἀβραά, σὺ εἶ ὁ τὰ πάντα προμηνύων <b class="b3">Abraá, tú eres el que todo lo revela con antelación</b> P IV 2208 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:51, 13 November 2024
English (LSJ)
denounce beforehand, τινί τι S.Ant.84, cf. Luc. Merc.Cond.3; ἐπιβουλήν Chor.p.97 B.; indicate before, predict, τι LXX Wi.18.19, Plu.Lys.29, Alex.Aphr.Pr.Praef., Ach.Tat.6.5; τί τινι Plu.Comp.Cim.Luc.3.
German (Pape)
[Seite 734] vorher anzeigen; Soph. Ant. 84, u. in späterer Prosa, wie Luc. Merc. cond. 3.
French (Bailly abrégé)
1 indiquer d'avance;
2 dénoncer d'avance.
Étymologie: πρό, μηνύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-μηνύω vooraf aangeven:; χρησμὸν... προμηνύοντα een orakel dat voorzegde Plut. Lys. 29.10; verklappen:. προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενί verklap dat aan niemand Soph. Ant. 84.
Russian (Dvoretsky)
προμηνύω: (ῡ)
1 объявлять, открывать (τί τινι Soph.);
2 предсказывать (τὴν πρὸς Δηλίῳ μάχην Plut.).
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και προμηνώ, -άω, Ν μηνύω
1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ' oὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.)
2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν», ΠΔ)
νεοελλ.
(το μέσ. και παθ. στο τρίτο πρόσ.) προμηνύεται
α) προβλέπεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί («προμηνύεται βροχή»)
β) συνεκδ. (ιδίως για κακό) επικρέμεται, επαπειλείται («προμηνύεται μεγάλη συμφορά)
(μσν-αρχ.) (σχετικά με παγανιστικές προφητείες) προλέγω, προφητεύω
αρχ.
1. αναφέρω, μνημονεύω προηγουμένως («τὸν Χριστόν... προεμηνύσαμεν λόγον ὄντα», Ιουστ.)
2. προειδοποιώ («Παῡλος προμηνυθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ», Ξάνθιππ.).
Greek Monotonic
προμηνύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ανακοινώνω εκ των προτέρων, τινί τι, σε Σοφ.· δείχνω εκ των προτέρων, τι, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
προμηνύω: μηνύω ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Σοφ. Ἀντ. 84, πρβλ. Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· δεικνύω πρότερον, τι Πλουτ. Λύσανδρ. 29, κτλ.
Middle Liddell
fut. ύσω
to denounce beforehand, τινί τι Soph.: to indicate before, τι Plut.
Léxico de magia
revelar con antelación ref. a una divinidad Ἀβραά, σὺ εἶ ὁ τὰ πάντα προμηνύων Abraá, tú eres el que todo lo revela con antelación P IV 2208