ἐμμέθοδος: Difference between revisions
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(big3_14b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=emmethodos | |Transliteration C=emmethodos | ||
|Beta Code=e)mme/qodos | |Beta Code=e)mme/qodos | ||
|Definition= | |Definition=ἐμμέθοδον, [[according to rule]] or [[system]], S.E.''P.''2.21; [[τὸ ἐμμέθοδον]] = [[systematic arrangement]], Ph.2.512. Adv. [[ἐμμεθόδως]] = [[systematically]], Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.''Synt.''155.21, S.E.''M.''1.188, etc.: Comp. ἐμμεθοδώτερον Procl.''Hyp.''6.2. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[conforme a un método o criterio]], [[sistemático]], [[científico]] ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.<i>M</i>.1.188, λόγος S.E.<i>P</i>.2.21, Ammon.<i>in Int</i>.82.29, χειρουργία ἐστὶν [[ἄρσις]] ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, [[ἀποφυγή]] Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.<i>in Ti</i>.1.261.18, Simp.<i>in Cael</i>.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.<i>Hyp</i>.6.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἐμμέθοδον [[sistematicidad]] λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.<i>P</i>.2.48.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[metódica]], [[sistemáticamente]] σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero <i>Def</i>.138.5, cf. A.D.<i>Synt</i>.155.21, S.E.<i>M</i>.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.<i>in EN</i> 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.<i>in Cael</i>.654.12, cf. Aristid.<i>Pro</i>.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.<i>in Hermog</i>.2.81.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0808.png Seite 808]] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμέθοδος:''' [[методически построенный]], [[продуманный]] ([[λόγος]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμμέθοδος''': -ον, [[μεθοδικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, [[μεθοδικῶς]], Βυζ. | |lstext='''ἐμμέθοδος''': -ον, [[μεθοδικός]], Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, [[διάταξις]], Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, [[μεθοδικῶς]], Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{grml | ||
| | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἐμμέθοδος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με μέθοδο, [[μεθοδικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐμμέθοδο</i>(<i>ν</i>)<br />[[μεθοδικότητα]], [[συστηματική]] [[τακτοποίηση]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐμμέθοδον, according to rule or system, S.E.P.2.21; τὸ ἐμμέθοδον = systematic arrangement, Ph.2.512. Adv. ἐμμεθόδως = systematically, Cleom.2.1, Hero*Deff.138.5, A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, etc.: Comp. ἐμμεθοδώτερον Procl.Hyp.6.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 conforme a un método o criterio, sistemático, científico ἐμμεθόδοις ἀποδείξεσι χρησάμενοι S.E.M.1.188, λόγος S.E.P.2.21, Ammon.in Int.82.29, χειρουργία ἐστὶν ἄρσις ἐ. τοῦ ... ἀλλοτρίου Gal.14.780, ἀποφυγή Aristid.Quint.133.2, cf. Procl.in Ti.1.261.18, Simp.in Cael.656.5, compar. τὸ μετεωροσκοπεῖον τοῦ ἀστρολάβου ... ἐμμεθοδώτερον κατεσκεύασται Procl.Hyp.6.2
•subst. τὸ ἐμμέθοδον sistematicidad λογικῇ φύσει τὸ ἐ. οἰκεῖον Ph.2.512, cf. S.E.P.2.48.
2 adv. -ως metódica, sistemáticamente σαφῶς τε καὶ ἐ. δείξομεν Hero Def.138.5, cf. A.D.Synt.155.21, S.E.M.1.188, ἐ. δὲ χρῆται τῇ αἰτίᾳ Asp.in EN 15.3, cf. Aët.11.29, τὰ ἑξάγωνα ὁ Ποτάμων ἐ. ἀνέγραψε Simp.in Cael.654.12, cf. Aristid.Pro.139.3, Cleom.2.1.343, Syrian.in Hermog.2.81.2.
German (Pape)
[Seite 808] methodisch, kunstgemäß u. regelrecht, Philo.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμέθοδος: методически построенный, продуманный (λόγος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμέθοδος: -ον, μεθοδικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 21· τὸ ἐμμ., συστηματικὴ τακτοποίησις, διάταξις, Φίλων 2. 512. - Ἐπίρρ. ἐμμεθόδως, μεθοδικῶς, Βυζ.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμμέθοδος, -ον)
1. αυτός που γίνεται με μέθοδο, μεθοδικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμμέθοδο(ν)
μεθοδικότητα, συστηματική τακτοποίηση.