προσιτός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prositos
|Transliteration C=prositos
|Beta Code=prosito/s
|Beta Code=prosito/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">approachable</b>, of places, <span class="bibl">Str.6.2.8</span>, <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>3.7.7</span>; <b class="b3">τὸ π. τοῦ τείχους</b> ib.<span class="bibl">3.7.8</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> of character, <b class="b3">ἦθος π</b>. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Phil.</span> 15</span>.</span>
|Definition=προσιτή, προσιτόν,<br><span class="bld">A</span> [[approachable]], of places, Str.6.2.8, J.''BJ''3.7.7; <b class="b3">τὸ π. τοῦ τείχους</b> ib.3.7.8.<br><span class="bld">II</span> of character, <b class="b3">ἦθος π.</b> Plu.''Phil.'' 15.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0767.png Seite 767]] adj. verb. zu [[πρόσειμι]], zugänglich, Plut. Philop. 15.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[accessible]].<br />'''Étymologie:''' [[πρόσειμι]]².
}}
{{elnl
|elnltext=προσιτός -ή -όν [2. πρόσειμι] toegankelijk; ook overdr.. τὸ ἦθος ἐγγύθεν οὐδαμῇ προσιτόν totaal niet toegankelijk van karakter Plut. Phil. 15.9.
}}
{{elru
|elrutext='''προσῐτός:''' [[доступный]]: τὸ [[ἦθος]] [[οὐδαμῇ]] προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.
}}
{{ls
|lstext='''προσῐτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[προσιτός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />(για [[τόπο]]) αυτός που μπορεί [[κανείς]] να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή [[κορυφή]]» β. «προσιτή [[ακτή]]» γ. «[[οὔτε]] προσιτὸ [[εἶναι]] τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, [[φθηνός]] («προσιτά βιβλία»)<br />β) (για [[τιμή]]) [[χαμηλός]] («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χαρακτήρα) [[ήρεμος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόσειμι]], <b>πρβλ.</b> [[εἶμι]]: [[ἰτός]]].
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=αὐτός πού μπορεῖ νά τόν πλησίασει κάποιος). Ἀπό τό [[πρόσειμι]] → πρός + [[εἶμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσῐτός Medium diacritics: προσιτός Low diacritics: προσιτός Capitals: ΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: prositós Transliteration B: prositos Transliteration C: prositos Beta Code: prosito/s

English (LSJ)

προσιτή, προσιτόν,
A approachable, of places, Str.6.2.8, J.BJ3.7.7; τὸ π. τοῦ τείχους ib.3.7.8.
II of character, ἦθος π. Plu.Phil. 15.

German (Pape)

[Seite 767] adj. verb. zu πρόσειμι, zugänglich, Plut. Philop. 15.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
accessible.
Étymologie: πρόσειμι².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσιτός -ή -όν [2. πρόσειμι] toegankelijk; ook overdr.. τὸ ἦθος ἐγγύθεν οὐδαμῇ προσιτόν totaal niet toegankelijk van karakter Plut. Phil. 15.9.

Russian (Dvoretsky)

προσῐτός: доступный: τὸ ἦθος οὐδαμῇ προσιτόν Plut. неприступно-суровая нравственность, неподкупность.

Greek (Liddell-Scott)

προσῐτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Πλουτ. Φιλοπ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 7, 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσιτός, -ή, -όν, ΝΑ
(για τόπο) αυτός που μπορεί κανείς να τον προσεγγίσει, να τον πλησιάσει (α. «προσιτή κορυφή» β. «προσιτή ακτή» γ. «οὔτε προσιτὸ εἶναι τὸν τόπον οὔθ' ὁρατόν», Στράβ.)
νεοελλ.
μτφ. α) αυτός που αποχτιέται εύκολα, φθηνός («προσιτά βιβλία»)
β) (για τιμή) χαμηλός («ρούχα και κοσμήματα σε τιμές προσιτές»)
αρχ.
(για χαρακτήρα) ήρεμος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόσειμι, πρβλ. εἶμι: ἰτός].

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού μπορεῖ νά τόν πλησίασει κάποιος). Ἀπό τό πρόσειμι → πρός + εἶμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.